papag@tovima.gr
Αν και αποτέλεσε ένα υβρίδιο των Χίτλερ και Μουσολίνι, ο δικτάτορας απαιτούσε ειδική μεταχείριση. Πέρα από τον δηλωμένο αντικοινοβουλευτισμό του στην εποχή του leadership cult, ήτοι της λατρείας του ηγέτη, αυτός ήταν άχρωμος, ηλικιωμένος, χωρίς ίχνος γοητείας και χωρίς πολιτικό έρεισμα. Η εξύμνηση των αρνητικών στοιχείων του Μεταξά θα γινόταν στο εξής επιστήμη. Αποφασίστηκε η προβολή της «πατρικής φιγούρας», «ενός απλού άνδρα, ενός ιδανικού και ταπεινού υπηρέτη του έθνους, ενός συνηθισμένου «πατέρα και παππού», που θα αγκάλιαζε όλα τα τμήματα της κοινωνίας», ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ένα έθνος ταλαιπωρημένο από την πολιτική αστάθεια.
Ηταν τελικά ευτύχημα το ότι «θύμιζε μάλλον δημόσιο υπάλληλο ή συνταξιούχο δάσκαλο δημοτικού σχολείου, παρά εντυπωσιακό αρχηγό έθνους», αφού θα αναδεικνυόταν «πάνω απ’ όλα, ένας άνδρας του καθήκοντος, με ηθικές αξίες και όχι ένας δημαγωγός εντυπωσιακής εμφάνισης». Βεβαίως επί 14 χρόνια δεν είχαν φανεί όλα αυτά: είχε εμφανιστεί από το 1922 ως εναλλακτική λύση στα δύο μεγάλα κουρασμένα κόμματα και δεν έτυχε αξιόλογης δημοτικότητας ως το 1936, οπότε το κόμμα του διαλύθηκε αμέσως μόλις ο ίδιος κατέλαβε την εξουσία. Ηταν απλό πάλι: «απέτυχε ως αρχηγός κόμματος διότι απεχθανόταν τη μικροπολιτική». Δεν έμενε πια παρά να επιτευχθούν οι κύριοι στόχοι ενός απολυταρχικού καθεστώτος: η ελκυστική ιδεολογία και η συνταύτιση με τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες των μαζών.
Νόμος περί Τύπου
Το πρώτο μέλημα για τον Μεταξά ήταν ο Τύπος, καθώς η δύναμη των εφημερίδων ήταν παροιμιώδης στον καιρό του: «´Η υπούργημα μού δίνεις ή εφημερίδα βγάζω». Ετσι, «το απόγευμα της 4ης Αυγούστου 1936, η αστυνομία εισέβαλε στα γραφεία των εφημερίδων», ενώ ο ίδιος «αυτοπαρουσιάστηκε ως συνάδελφος δημοσιογράφος, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που είχε παρουσιαστεί ο Γκαίμπελς τον Μάρτιο του 1933». Αποφάσισε μάλιστα να επικοινωνεί ο ίδιος με τους δημοσιογράφους για να διαπιστώνει την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων που είχαν οριστεί με τον Αναγκαστικό Νόμο 23, και συγκεκριμένα ότι: «όλα τα έντυπα θα εξεθείαζαν τη νέα κυβέρνηση». Με τον ίδιο νόμο εγκαθιδρύθηκε υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, το οποίο ανέλαβε ο υφυπουργός Θεολόγος Νικολούδης κατά τον ίδιο τρόπο: «Κι εγώ είμαι δημοσιογράφος και ξέρω, όπως κι εσείς, πως ο Τύπος δεν φιμώνεται τόσο εύκολα. Ενας διευθυντής εφημερίδας, αν είναι αντίθετος και ξέρει πως έχει τον λαό μαζί του, κλείνει την εφημερίδα του».
Οσο κυκλοφορούσαν, λοιπόν, όλα τα έντυπα, έμοιαζε πως οικειοθελώς «οι αρχισυντάκτες και οι δημοσιογράφοι μετατράπηκαν σε δημοσίους υπαλλήλους, ενώ οι εκδότες και οι ιδιοκτήτες λειτουργούσαν, σύμφωνα με τον Νόμο Περί Τύπου, ως διευθυντές με μόνη ευθύνη τη συμμόρφωση των εφημερίδων με τους περί Τύπου κανονισμούς». Είχε επιτευχθεί κιόλας η «ενθουσιώδης υποστήριξη» που λαχταρούσε ο δικτάτορας; Αρχικώς καμία εφημερίδα δεν είχε κλείσει, εκτός από τον «Ριζοσπάστη» που πέρασε αυτομάτως στην παρανομία – ήξερε τι έλεγε ο Νικολούδης. Ο στόχος, που ήταν να καλυφθεί το κενό μιας «εθνικής εφημερίδας» από το σύνολο ενός συμπολιτευόμενου Τύπου, είχε σχεδόν αποδώσει τα μέγιστα.
Η λογοκρισία
Καμία από τις παράνομες δημοσιογραφικές οργανώσεις και τις εφημερίδες που εμφανίστηκαν κάποια στιγμή δεν κατάφερε καίριο πλήγμα στην κυβέρνηση. Αντιθέτως επέφεραν ένταση στο καθεστώς φόβου που «επιμελούνταν» ο αρχηγός της Ασφάλειας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης και ιδρυτής των Ταγμάτων Εργασίας Κώστας Κοτζιάς. Συνωμοσίες εντός και εκτός Ελλάδας, φυλακίσεις και εξορίες, μαζί με το γενικευμένο αντικομμουνιστικό μένος και τη στρατηγική λογοκρισίας από μέρους του καθεστώτος θα διασφάλιζαν την ποθούμενη «αναγέννηση». Σύμφωνα με απολογισμό του 1939, 47.000 κομμουνιστές είχαν ήδη υποβάλει Δηλώσεις Μετανοίας, το 98% των Ελλήνων είχαν γίνει αντικομμουνιστές και είχαν καεί δημοσίως «ανθελληνικά βιβλία», μεταξύ αυτών έργα του Γκαίτε, του Φρόυντ, του Μπέρναρντ Σω, αλλά και ελλήνων συγγραφέων. Παράλληλα συγγραφείς και άνθρωποι των γραμμάτων είχαν επιστρατευτεί για ημικρατικές εκδόσεις, όπως οι «Νέοι Δρόμοι», η «Εργασία», η «Πειθαρχία», η «Νέα Δύναμις», με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μια επίπλαστη εκδοτική άνθηση που θα εξασφάλιζε την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη στην πολιτική γραμμή της κυβέρνησης.
Τα χρυσά παιδιά
Στο ίδιο πνεύμα γαλουχήθηκε το καύχημα της δικτατορίας Μεταξά, η ΕΟΝ, ήτοι η «Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας»: «Μέχρι το 1939, όλες οι άλλες οργανώσεις της νεολαίας είχαν καταργηθεί και η συμμετοχή των μαθητών στην ΕΟΝ είχε γίνει σχεδόν υποχρεωτική», δεδομένης «της σπουδαιότητος ην ενέχει η εγγραφή και Σκαπανέων, οίτινες, λόγω του νεαρού της ηλικίας των, αποτελούν υλικόν δυνάμενον να διαπλασθή έτι ευχερέστερον των άλλων». Το σήμα της οργάνωσης ήταν ο διπλούς μινωικός πέλεκυς που περιβαλλόταν από δάφνη. Φυσικά τα «χρυσά παιδιά» της ΕΟΝ διάβαζαν μόνο «κατάλληλα» βιβλία και περιοδικά που θα είχαν «ευεργετική επιρροή» στην καρδιά και στο πνεύμα τους. Στον αντίποδα της καταγγελίας ότι τα παιδιά της ΕΟΝ κατασκόπευαν τους γονείς τους, η ζωή και η δράση τους απαθανατίστηκε σε 1.700 φωτογραφίες, ενώ καθιερώθηκε η ενιαία στολή για όλα τα μέλη. «Υπέρογκα ποσά σπαταλήθηκαν για την αγορά των στολών και, όπως ήταν αναμενόμενο, ο κόσμος πλήρωσε μεγάλο μέρος αυτών», αλλά η σημασία της στολής άξιζε τον κόπο. Ολοι ήταν ίσοι με αυτόν τον τρόπο, όπως και στην περίπτωση των μαζικών συσσιτίων που διοργάνωνε η Λέλα Μεταξά, σύζυγος του μονάρχη.
Τα σχολικά βιβλία
Στο φέγγος της ΕΟΝ αναδιοργανώθηκε πλήρως και το σχολικό σύστημα, ενώ ιδρύθηκε ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων. Για την επιμόρφωση του γενικού πληθυσμού δόθηκε πρωτοφανής έμφαση στην εθνική σημαία, στον εθνικό ύμνον, στα εθνικά σύμβολα εν γένει, στα συνθήματα, στις ομιλίες, στις νέες εθνικές εορτές και στους «κατά παραγγελία πανηγυρισμούς». Τα έξοδα του εορτασμού της Δεύτερης Επετείου του καθεστώτος, γιορτής ανάλογης πλέον με την 25η Μαρτίου, «έφτασαν τα 200 εκατομμύρια δραχμές, όταν τα έσοδα ολόκληρου του ιδιωτικού τομέα, και για το ίδιο έτος, δεν ξεπέρασαν τα 74 εκατομμύρια δραχμές». Στην εορταστική ατμόσφαιρα των εκδηλώσεων περιλαμβανόταν η διακόσμηση όλων των κεντρικών πλατειών, πόλεων και χωριών, με ελληνικές σημαίες, με γιρλάντες από μυρτιές και με φωτογραφίες του βασιλιά και του Μεταξά – ο τελευταίος συσχετισμός θεωρήθηκε απαραίτητος για να ενισχύσει την εικόνα του «εθνικού ηγέτη». Για «στενή σχέση και εξάρτηση» του δικτάτορα με τον βασιλιά Γεώργιο Β´ ούτε λόγος. Απλώς ο χαρισματικός ηγέτης απολάμβανε τη συμπαράσταση όχι μόνο του κόσμου, αλλά κυρίως του βασιλιά.
Οι ομιλίες
Οι «εμπνευσμένες ομιλίες» του αρχηγού ήταν σημαντικό εργαλείο προπαγάνδας. Το πρόβλημα πάλι ήταν ότι ο Μεταξάς δεν ήταν αξιόλογος ρήτορας. «Η κομψότης των φραστικών συνδυασμών τον αφήνει αδιάφορο. Αγορεύει όπως ντύνεται και όπως ομιλεί. Απλά, θετικά, στερεά» – άρχιζε πάλι η αντίστροφη εξύμνηση. «Για να εορταστεί η τρίτη επέτειος του καθεστώτος, εξεδόθη προς το τέλος του 1939 ένας τιμητικός τόμος 602 σελίδων που συμπεριελάμβανε όλους τους λόγους που είχε εκφωνήσει ο Μεταξάς μέχρι τις 4 Αυγούστου 1939». Ολόκληρη σειρά ανάλογων φωτογραφιών που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και σε καθεστωτικές εκδόσεις έρχονταν να ενισχύσουν την εικόνα του αρχηγού του λαού και του σωτήρα του έθνους – πάντα με τη μορφή του Μεταξά σε μεγάλη κλίμακα συγκριτικά με οτιδήποτε άλλο στην εικόνα. Η «ειλικρινής συμπαράσταση του κόσμου» προχωρούσε «βάσει προσεκτικά σχεδιασμένου πλάνου». Αλλά πάλι δεν αρκούσαν η «κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος» και «ο στριγκός ήχος του προπαγανδιστικού μηχανισμού να δουλεύει σε πλήρη δράση» – διατυπώσεις που ανήκουν όχι στη συγγραφέα, αλλά σε βρετανό διπλωμάτη της εποχής από το βιβλίο. Τα «αυξανόμενα αισθήματα δυσαρέσκειας» έκαναν μονίμως τον δικτάτορα να βασανίζεται από αμφιβολίες σχετικά με τη δημοτικότητά του. Για να κολακέψει τον πληθυσμό της υπαίθρου θα θυμόταν ότι και ο ίδιος από τις τάξεις τους ξεκίνησε. Η προβολή του τιμημένου εργάτη, του πρώτου αγρότη και γενικώς των ανθρώπων των πρακτικών επαγγελμάτων – σε αντιδιαστολή με την καθαρή διανόηση – κατέληγαν κάθε φορά σε κωμικές εκστρατείες ανάλογες με τα πρότυπά τους στη χιτλερική Γερμανία. Την 1η Ιουλίου 1937 ανακηρύχθηκε πρώτος αγρότης ο ίδιος ο δικτάτορας. Τον Μάιο του 1938 πάλι, στο Ζάππειο Μέγαρο και στη διάρκεια της έκθεσης του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Κεντρικού Γραφείου «Χαρά και Εργασία», ο Μεταξάς παρασημοφορήθηκε από τον δρα Λάυ με τον Μεγαλόσταυρο του γερμανικού κράτους.
Ο κινηματογράφος
Η ψυχαγωγία του λαού ήταν ίσης σπουδαιότητας για την επιμόρφωσή του. Από τις μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, «το ελληνικό κοινό προτιμούσε τον κινηματογράφο από οποιοδήποτε άλλο είδος», σύμφωνα με δημοσιευμένη έρευνα του 1937, οπότε η μεταξική διακυβέρνηση τέθηκε στην πρωτοπορία της κινηματογραφικής θεσμοθέτησης. Και πάλι όμως πέρα από τον Αναγκαστικό Νόμο 445, που θα εξασφάλιζε τον συνολικό έλεγχο της βιομηχανίας του κινηματογράφου και την αναδιοργάνωση της Επιτροπής Κινηματογράφου που θα έλεγχε άμεσα την εισαγωγή και τη διανομή των ταινιών, ο Μεταξάς ουδόλως ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για εγχώρια παραγωγή, όπως αυτόν που είχαν άλλα κράτη: «Σε αντίθεση με τον Γκαίμπελς, που πίστευε ότι «η προπαγάνδα είναι περισσότερο αποτελεσματική όταν είναι δόλια, όταν το μήνυμα είναι κρυμμένο μέσα στο πλαίσιο της λαϊκής ψυχαγωγίας», ο Μεταξάς ενθάρρυνε την παραγωγή επίκαιρων και ντοκυμαντέρ που διακήρυσσαν με ευθύ και ξεκάθαρο τρόπο την ιδεολογία και τα πιστεύω του. Γι’ αυτό όταν αναφερόμαστε σε προπαγανδιστικές ταινίες της μεταξικής δικτατορίας μιλάμε κυρίως για ολιγόλεπτα επίκαιρα, που γυρίστηκαν σωρηδόν εκείνη την περίοδο, και τα οποία μονταρίστηκαν ώστε να δημιουργηθούν μεγάλης διάρκειας ταινίες-ντοκυμαντέρ». Με αυτόν τον τρόπο ο δικτάτορας έγραφε μόνος του την ιστορία του.
Τα ζουρνάλ
Και ενώ στη Γερμανία τα «επίκαιρα» ή «ζουρνάλ» προβάλλονταν πριν από την έναρξη της ταινίας, το προπαγανδιστικό υλικό από τις ελληνικές Αρχές προβαλλόταν μετά το τέλος της ταινίας, για να φεύγουν οι θεατές από τον κινηματογράφο επηρεασμένοι από τα τελευταία αυτά μηνύματα. Κατά τα άλλα η δημιουργία εθνικού κινηματογράφου θεωρήθηκε περιττή και δαπανηρή, με αποτέλεσμα να μείνει ατροφική η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία ως τη δεκαετία του ’50. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι 462 ταινίες σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τις αθλητικές δραστηριότητες της ΕΟΝ, για τις οποίες είχε προβλεφθεί ήδη από το 1939 η αγορά 75 νέων μηχανής προβολής ταινιών.
Πενθεσίλειες
Πέραν της αξεπέραστης αδυναμίας για ελληνική κινηματογραφική παραγωγή όμως, «οι κριτικοί της εποχής θεωρούσαν τον κινηματογράφο ως τέχνη κατώτερης μορφής και «εχθρό» του θεάτρου». Ομοίως και ο Μεταξάς εμπιστευόταν περισσότερο το θέατρο για τη διάδοση ενός οράματος τόσο υψηλού όσο η «Αναγέννησις της Ελλάδος» και ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός». Το Βασιλικό Θέατρο ξεκίνησε υπαίθριες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, ενώ ένα έργο «που θεωρήθηκε ορόσημο στη θεατρική ιστορία του καθεστώτος και αποτελεί άριστο δείγμα της προπαγάνδας του ήταν η «Πενθεσίλεια», το οποίο επιλέχθηκε για τον εορτασμό της τρίτης επετείου του καθεστώτος». Το έργο, στο οποίο έλαβαν μέρος περισσότερα από 300 μέλη της ΕΟΝ και των Ταγμάτων Εργασίας, ήταν του Χάινριχ φον Κλάιστ. Το περιεχόμενό του όμως απηχούσε τη μεταξική ιδεολογία για τις νεαρές κυρίως γυναίκες, οι οποίες «έπρεπε να γίνουν πριν από οτιδήποτε άλλο άξιες να λέγονται Ελληνίδες». Μητέρα, εργαζόμενη γυναίκα, σπουδάστρια και φαλαγγίτισσα ήταν «η θέσις της γυναίκας στο Νέον Κράτος».
Το ραδιόφωνο
Αλλά το προσωπικό προπαγανδιστικό εργαλείο του Μεταξά ήταν το ραδιόφωνο – ένα ακόμη απόκτημα της εποχής. Ηδη τον Μάρτιο του 1937, ο Αναγκαστικός Νόμος 541 θα βελτίωνε τον ανάλογο του 1936, με στόχο τον απόλυτο έλεγχο αυτού του νέου μέσου ενημέρωσης. Το σήμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, γνωστό ως «Τσοπανάκος», εγκρίθηκε μετά από πολλά σενάρια και ήταν «ένας αρμονικός συνδυασμός «ήχου φλογέρας και ποιμενικού κώδωνος»», που ακούγεται ακόμη από κάποια προγράμματα της Ραδιοφωνίας. Η «Ωρα του εργάτου», η «Ωρα του παιδιού», η «Ωρα της Ελληνίδος», η «Ωρα της Υγείας» ήταν εκπομπές ενταγμένες στο πρόγραμμα, το σπουδαιότερο μέρος του οποίου κατελάμβανε το Τμήμα Ειδήσεων σε εναλλαγή με το Τμήμα Μουσικής. Οτιδήποτε άλλο υποβαλλόταν στη Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως για έγκριση ή απόρριψη. Επιπλέον «οι περισσότερες από τις ομιλίες του Μεταξά, που μεταδόθηκαν από το ραδιόφωνο, δεν εκφωνήθηκαν από τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, αλλά απευθύνονταν σε ζωντανό ακροατήριο (…) Οι Αθηναίοι άκουγαν υποχρεωτικά τις ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις από τα μεγάφωνα που τοποθετούνταν στις περισσότερες από τις κεντρικές πλατείες και τις οδούς της πρωτεύουσας».
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της ΕΟΝ, τέλος, εξελίχθηκε σε ένα από τα βασικότερα όργανα της μεταξικής προπαγάνδας. Το σημαντικό στην περίπτωση Μεταξά είναι ότι πρόλαβε να ανακρούσει πρύμναν την τελευταία στιγμή. Ως τον τορπιλισμό της «Ελλης» στο λιμάνι της Τήνου, στις 15 Αυγούστου 1940, «η προπαγάνδα του καθεστώτος εξακολουθούσε να προωθεί την ιδεολογία του στο πλαίσιο της υποτιθέμενης ουδετερότητας της χώρας». Αλλά ως τις 28 Οκτωβρίου 1940 είχε προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, οπότε κοινοποιήθηκε στον Μεταξά το τελεσίγραφο του Ντούτσε και εκείνος απάντησε με το ιστορικό «Οχι». Το κοινό αίσθημα είχε μεταβληθεί στο μεταξύ τόσο πολύ υπέρ του, ώστε εκτυλίχθηκαν τα εξής έξω από το υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του Αγγελου Βλάχου: «Εξω ολόκληρη η Αθήνα είχε ξεχυθεί στους δρόμους αλαλάζοντας (…) Χιλιάδες κόσμος ζητωκραύγαζαν και όρμησαν στον περίβολο του υπουργείου Εξωτερικών που πλημμύρισε από έξαλλους νέους και κύκλωσε το αυτοκίνητο του Μεταξά που παρουσιάστηκε στην εξώπορτα για να επιβιβαστεί…».
Μετά το «Οχι»
Το ερώτημα για τη συγγραφέα είναι: «Αραγε η αρνητική εικόνα του δικτάτορα άλλαξε εν μία νυκτί λόγω του «Οχι» προς τους ιταλούς εισβολείς ή η προπαγάνδα του δεν ήταν τόσο αποτυχημένη όσο εθεωρείτο;». Σίγουρα ο ίδιος φρόντισε ώστε τα ντοκουμέντα της εποχής να μην είναι αντικειμενικά, οπότε μπορεί ο καθένας να τα ερμηνεύει πλέον από τη δική του σκοπιά. Αλλά «ο Μεταξάς ζήτησε από τους δημοσιογράφους, στις 30 Οκτωβρίου 1940, να αφήσουν κατά μέρος τον κυρίαρχο προπαγανδιστικό τους ρόλο στη χειραγώγηση του ελληνικού λαού και να υπηρετήσουν την πατρίδα τους: «Κύριοι, έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Αυτήν την ώρα όμως, δεν θέλω μόνο την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας…». Και τώρα θα υπάκουαν όλοι ενθουσιωδώς».
Ο Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1941, σε αιφνίδια δόξα, στα εβδομήντα του, λίγο μετά τη νικηφόρο έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου και λίγο προτού εισβάλουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. «Χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν τη σειρά τους, εκείνη τη βροχερή χειμωνιάτικη ημέρα, για να απευθύνουν τον ύστατο χαιρετισμό στον Μέγα Κυβερνήτη του και να τον συνοδεύσουν στον τόπο αναπαύσεως. Η συμπεριφορά αυτή δεν δίνει την εντύπωση ανθρώπων που διατάχθηκαν να θρηνήσουν…» σχολιάζει η συγγραφέας, για να προσθέσει αμέσως ότι ίσως πάλι διαισθάνονταν τη διάλυση που θα ακολουθούσε. «Ο Κυβερνήτης που έγινε θρύλος» έγραψαν οι εφημερίδες αναπόφευκτα την άλλη μέρα. «Κανένας δικτάτορας δεν ήταν ποτέ τόσο τυχερός κατά την ώρα του θανάτου του όσο αυτός» είπε ο Σ. Μ. Γουντχάουζ σχολιάζοντας τη μεταθανάτια φήμη του Μεταξά.