Ο εν Αγγλία υπουργός των Εξωτερικών έπεμψεν, ως λέγουσι, τω ημετέρω αυτόγραφον επιστολήν, δι’ ης συγχαίρει αυτόν διά τας ενεργουμένας ελευθέρας εν Ελλάδι εκλογάς. Ακριβής παράφρασις της επιστολής ταύτης ήθελεν είναι το κατωτέρω δημώδες δίστιχον:


Πού ηκούσθη, πού εφάνη / Εις την Ανδρον σινδριβάνι!


«Σκνίπες», Ασμοδαίος, 26.7.1875


«Τα Απαντα. Ποια Απαντα;» τιτλοφορούσε σαρκάζοντας ο Αλκης Αγγέλου την ανακοίνωσή του στο συνέδριο που διοργάνωσε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο για την αείμνηστη Ελένη Τσαντσάνογλου το 1996, μολονότι ο ίδιος είχε επωμιστεί την επιμέλεια των πεντάτομων Απάντων του Ροΐδη (εκδόσεις Ερμής, 1978). Το κυρίως σκεπτικό της ομιλίας του ήταν πως, δεδομένου ότι ο αγωγός μέσα από τον οποίον εκφράστηκε η νεοελληνική γραμματεία, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, υπήρξε το έντυπο, δηλαδή η εφημερίδα και το περιοδικό, όπου εναλλάσσονταν σταθερά τα επώνυμα με τα ψευδώνυμα και τα ανώνυμα κείμενα, η χρήση του όρου Απαντα καθίσταται λίαν προβληματική -η έρευνα τείνει διαρκώς να ανατρέπει το περίκλειστο σχήμα των Απάντων ενός συγγραφέα. Ο πάντα φιλέρευνος Παν. Μουλλάς κομίζει στον παρόντα τόμο για του λόγου το αληθές 24 αθησαύριστα κείμενα του Ροΐδη (1836-1904) και, σε παράρτημα, δύο επιπρόσθετες «πατρινές» ανταποκρίσεις του, τιμώντας με τον καλύτερο τρόπο το περυσινό «έτος Ροΐδη», τα εκατόχρονα δηλαδή από τον θάνατο του συγγραφέα.


«Μοιχαλίδες και εταίραι»


Πρόκειται για τα «ραμπαγολογήματα» του Ροΐδη, όσα κείμενα δηλαδή μπόρεσε να εντοπίσει στην ενδεκάχρονη πολιτικοσατιρική εφημερίδα Ραμπαγάς (1878-1889), το «ριζοσπαστικότερο έντυπο της δεκαετίας του 1880», με το οποίο συνεργάστηκε ο μείζων παμφλετίστας, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και κριτικός του 19ου αιώνα χρησιμοποιώντας αρχικά το ψευδώνυμο Lucifer και αργότερα το Λυγξ. Ηδη στον τρίτο τόμο των προαναφερθέντων Απάντων καταχωρίζονται δύο «ραμπαγαδικά» κείμενα του Ροΐδη-Lucifer, οι «Μοιχαλίδες και εταίραι» (1882-83), ένα πενταμερές επιφυλλιδογράφημα, και «Ο χορός των Ανακτόρων» (1883). Με τα τωρινά αθησαύριστα κείμενα πλουτίζεται η ροΐδεια δημοσιογραφική παραγωγή και καταλύεται εμπράκτως ο μύθος του δύστοκου και ολιγογράφου συγγραφέα, φήμη που καλλιέργησε επίμονα η εποχή του και την οποία αναμάσησαν άκριτα αρκετοί κατοπινοί γραμματολόγοι. Το πρώτο μέρος του τόμου καταλαμβάνει μια εκτενής «κοινωνική μελέτη» (ο Ροΐδης επέλεγε συχνά τον όρο μελέτη για τα κείμενά του προκειμένου να τα διαφοροποιήσει από τα οιστρήλατα προϊόντα του ρομαντικού συρμού, ισχυριζόμενος ότι «η πρωτοτυπία δεν είναι πολλάκις άλλο τι η έντεχνος λόγων και αισθημάτων σκευασία»). Η μελέτη τιτλοφορείται «Ο σύζυγος το μανθάνει τελευταίος» και απλώνεται σε 16 συνεχείς επιφυλλίδες, δημοσιευμένες στον Ραμπαγά το 1884· όντας το εκτενέστερο κείμενο του συγγραφέα μετά την Πάπισσα, «Ο σύζυγος» κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί νουβέλα. Στο δεύτερο μέρος συγκατοικούν τα «Επικαιρικά», 23 ραμπαγαδικά άρθρα δημοσιευμένα από το 1882 ως το 1885, που σχολιάζουν με το απαράμιλλο και ευθύβολο ροΐδειο σκώμμα την κοινωνικο-πολιτική αθηναϊκή ως επί το πλείστον καθημερινότητα (οι τίτλοι τους άλλωστε είναι ενδεικτικοί της κριτικής πρόθεσης και της παρεμβατικής διάθεσης του συγγραφέα: «Διαβολοφυσήματα», «Σατανικαί τινες σκέψεις», «Φρύγανα αθηναϊκά», «Φρύγανα πολιτικά» κτλ.). «Επικαιρογραφήματα», όπως τα χαρακτηρίζει εύστοχα ο Δ. Καψάλης, κρατούν πάντα ψηλά το λάβαρο της δηκτικότητας του Ασμοδαίου, του εβδομαδιαίου σατιρικού εντύπου που εξέδιδε άλλοτε (1875-76) ο ίδιος ο Ροΐδης, ήδη από τότε «κάτοχος πολλαπλών ταυτοτήτων» (Σφήκα, Θεοτούμπης, Κουνούπης, Κεντρής είναι, μεταξύ άλλων, μερικά από τα ψευδώνυμα με τα οποία καταγγέλλει στους συμπολίτες του τα κακώς κείμενα του βίου στην πρωτεύουσα).


H μέθοδος της «κολοκυνθοπληγίας»


Μένουν προς διερεύνηση οι λόγοι που ώθησαν τον Ροΐδη, κοσμοπολίτη, φιλελεύθερο αστό, που καταστράφηκε οικονομικά με τα διαβόητα «Λαυρεωτικά» και έβλεπε με συμπάθεια τις εκσυγχρονιστικές τάσεις του «πέμπτου κόμματος» (αρθρογραφεί άλλωστε στην τρικουπική Ωρα επί μία δεκαετία: 1880-1890), να συνεργαστεί με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο (1850-1889) στον Ραμπαγά. Το προφίλ αυτού του μαχητικού δημοσιογράφου και του εντύπου του απεικονίζεται καλά στη χρήσιμη μελέτη της Λίνας Λούβη για τις σατιρικές εφημερίδες της περιόδου 1875-1886 Περιγέλωτος Βασίλειον (Εστία, 2002). Προφανώς τους συνδέουν η ελευθεροφροσύνη και οι αντιδυναστικοί αγώνες, η φυσική απέχθεια για τους νεήλυδες «χρυσοκάνθαρους» που εκμαυλίζουν τα πάτρια ήθη, ο αντιρρητικός και αντισυμβατικός λόγος, η γαλλομάθεια, η αίσθηση ότι ανήκουν στη μεγάλη «ευρωπαϊκή οικογένεια». Ο Ροΐδης, ωστόσο, όπως υπογραμμίζει στη μεστή 40σέλιδη εισαγωγή του ο Π. Μουλλάς, είναι «άνθρωπος του αντί και του ανάμεσα», ενταγμένος και συνάμα ανέντακτος, προκλητικός αμφισβητίας στις ιδεολογικές του θέσεις και στη γραφή του αλλά και συνεπής ορθολογιστής, με πλήρη συνείδηση ότι ανήκει στα τελευταία απομεινάρια του Διαφωτισμού μέσα σε μια εθνορομαντική περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ενίοτε τον ερεθίζει δραστικά. Πώς να εξηγήσει κανείς τις αντιτρικουπικές κορόνες του στα παρόντα ραμπαγολογήματα, που συμπίπτουν με τα χρόνια της τέταρτης πρωθυπουργίας του Χ. Τρικούπη (Μάρτιος 1882 – Απρίλιος 1885); Ενδεχομένως με τον ίδιο τρόπο που θα πρέπει να συνταιριάσει τον πανθομολογούμενο μισογυνισμό του με την ακατάσχετη θηλυμανία του (δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σημειώνει ο Π. Μουλλάς). Εκκεντρικός, μοναδικός στυλίστας, ευρωπαϊστής, διανοούμενος, ενεργός πολίτης, ο Ροΐδης «περίσσευε» στην εποχή του, της έπεφτε πολύς -και το ήξερε.


Με τα κείμενα του παρόντος τόμου, άψογα σχολιασμένα από τον Π. Μουλλά, τόσο στην εισαγωγή του όσο και στις πλούσιες σημειώσεις του, μας δίνεται η ευκαιρία να επαναπροσεγγίσουμε το «φαινόμενο» Ροΐδης. Τα «ανθυπνωτικά φάρμακά» του και η μέθοδος της «κολοκυνθοπληγίας» του μας χρειάζονται ανυπερθέτως, επειγόντως.


Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.