H βιογραφία υπήρξε ανέκαθεν λογοτεχνικό είδος με μεγάλη απήχηση στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Από την εποχή του Dr Johnson και του Boswell, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η βιογράφηση ξέφυγε από την παράδοση της εξύμνησης των έργων και των ημερών «μεγάλων ανδρών» και έφερε τα πράγματα στα ανθρώπινα μέτρα, το είδος αυτό της μυθοπλασίας γνώρισε μεγάλες δόξες. Τις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες θα λέγαμε ότι η βιογραφία έχει υποσκελίσει την ίδια τη λογοτεχνία και η επέκτασή της, σε όλες τις περιοχές της πολιτισμικής πραγματικότητας, είναι καλπάζουσα. Το αναγνωστικό κοινό φαίνεται να απολαμβάνει την αφήγηση που δραματοποιεί την ιστορία «ειδώλων» του δημοσίου βίου εν γένει. Ποιητές, φιλόσοφοι, πολιτικοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί, κάθε είδους celebrities προσφέρονται ως «ύλη» για να ικανοποιηθεί η αναγνωστική περιέργεια. Οι βίοι των διασήμων καταβροχθίζονται σαν συναξάρια αγίων.
Στην ελληνική επικράτεια τα πράγματα δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία. H βιογραφία δεν είχε ποτέ τη θέση που είχε στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία και στην Αγγλία. Ισως η πραγματικότητα της νεότερης ιστορίας να κάλυπτε την ανάγκη για ήρωες με την αμεσότητα των γεγονότων, ίσως πάλι η σχέση του κοινωνικού σώματος με το λογοτεχνικό έργο να επαρκούσε για τις περιστάσεις. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια η στροφή είναι εντυπωσιακή, αφού βαθμιαία και η ελληνική αγορά του βιβλίου φαίνεται να εναρμονίζεται με τη γενικότερη έξαρση στην κατανάλωση βιογραφιών. Οι εκδοτικοί οίκοι συναγωνίζονται στην αναζήτηση καινούργιων τίτλων και το κοινό ανταποκρίνεται με θαυμαστή εγρήγορση, ακόμη και όταν γνωρίζει ελάχιστα το έργο του βιογραφούμενου. Πόσοι, λόγου χάριν, από τους αναγνώστες που διάβασαν τη βιογραφία του Monk για τον Wittgenstein έχουν μελετήσει το έργο του (έστω μία σελίδα από το «Tractatus») ή έχουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία; Από πολλούς ανθρώπους του χώρου η στροφή των αναγνωστών στη βιογραφία έχει θεωρηθεί ιδιαίτερα θετικό φαινόμενο, ένα είδος αποκατάστασης της ισορροπίας, αφού η έλλειψη ήταν εμφανής.
Σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα εμφανίστηκε η πολυσέλιδη αφήγηση της ζωής του Σεφέρη από τον Ρόντρικ Μπήτον. Εγγλέζος πανεπιστημιακός, με μακρά θητεία στις νεοελληνικές σπουδές και με τη σχεδόν αυτονόητη πλέον συνεισφορά στον «κανίβαλο» του μυθιστορήματος, ο Μπήτον εργάστηκε συστηματικά για πολλά χρόνια για να συνθέσει την «ιστορία» του σεφερικού βίου. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: αυτόματη σχεδόν μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά, εντυπωσιακή προσέλευση αναγνωστών, θετικές κριτικές, υμνητικές παρουσιάσεις.
Τα ερωτήματα τίθενται ακριβώς έπειτα και πέρα από την επιτυχία του συγκεκριμένου βιβλίου. Δεν είναι καινούργια, εξακολουθούν όμως να είναι επίκαιρα, γιατί συνδέονται με τη γενικότερη «τύχη» της λογοτεχνίας στον σημερινό τηλεπολιτισμό. Συνοπτικά: H βιογραφία υπηρετεί το έργο του ποιητή λειτουργώντας μεσολαβητικά; Είναι στην ουσία ένας αποδοτικός τρόπος να συναντηθεί το έργο με αναγνώστες που αλλιώς δεν θα είχε ή, αντίθετα, υποκαθιστά το έργο με την αφήγηση της ζωής του συγγραφέα; Πώς μπορεί κανείς να συλλάβει τις διεργασίες ενός υποκειμένου και μετά να τις συνδέσει με το επίτευγμα του έργου; Μήπως ο βιογράφος απλώς εφαρμόζει μια προσχηματισμένη γνώμη ή θεωρία στο υλικό του, χειραγωγώντας έτσι «μαρτυρίες», «στοιχεία» και «αποδείξεις» για να ταιριάξουν με την προσωπική του σύλληψη; Μήπως επίσης με αυτόν τον τρόπο εξισώνει, ισοπεδώνει, ενοποιεί, συνδέει, εξομοιώνει για να καταστήσει έναν ολόκληρο βίο κατανοητό στον αναγνώστη, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι υπήρξε το ίδιο κατανοητός στον βιογραφούμενο; Χαρακτηριστικά, όταν ο γνωστός εγγλέζος βιογράφος Peter Ackroyd ρωτήθηκε για τέτοια ζητήματα παραδέχτηκε, παραδοξολογώντας, ότι η διαφορά ανάμεσα στη συγγραφή μυθιστορημάτων και στη συγγραφή βιογραφιών έγκειται στο εξής: το μυθιστόρημα απαιτεί να πεις την αλήθεια, ενώ η βιογραφία σού επιτρέπει να την επινοήσεις. Αναπόφευκτα, ως εκ τούτου, κατέληξε στον ισχυρισμό ότι «το πιο σημαντικό πράγμα για κάθε βιογραφία είναι ο ίδιος ο βιογράφος».
H τελική εικόνα
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να επιχειρήσει κανείς, στην περίπτωση της σεφερικής βιογραφίας, να αναζητήσει τον βιογράφο ως συγγραφέα. Στα ελάχιστα περιθώρια του παρόντος σχολίου κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Θα το κρατήσουμε όμως ως υπόμνηση στις παρατηρήσεις που ακολουθούν:
α) H βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη αναφέρεται περισσότερο στον διπλωμάτη που έτυχε να είναι ποιητής παρά το αντίστροφο. Συντείνουν σε αυτό και οι άφθονες ιστορικές πληροφορίες που παρατίθενται για να γίνει κατανοητή η διπλωματική διαδρομή του ποιητή.
β) H σύνδεση με το ποιητικό έργο γίνεται χρονολογικά και θεματικά, χωρίς ερμηνευτική διακινδύνευση. Κυριαρχεί η παράφραση των ποιημάτων, πράγμα που αποδυναμώνει τη θέση του σεφερικού έργου εντός του σεφερικού βίου. Αν η βιογράφηση δεν αποτολμήσει να ζυγίσει το «βάρος» του έργου στον ιδιωτικό βίο, κινδυνεύει να μείνει στα ρηχά.
γ) Παρά την προσπάθεια του βιογράφου να σταθεί δίκαιος και ψύχραιμος απέναντι στο υλικό του, η τελική εικόνα αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τα σεφερικά στερεότυπα: τόσο εκείνα που εγκαθίδρυσε ο δημόσιος λόγος τρίτων όσο και εκείνα που καλλιέργησε ο ίδιος ο ποιητής, μέσω κυρίως των «ημερολογίων» και των «επιστολών» του. Ο Σεφέρης φρόντισε να δεσμεύσει κάθε μελλοντικό αφηγητή του βίου του με τη δική του αφήγηση, προλαβαίνοντας τις «ξένες» παρεμβάσεις με την, αναπόφευκτα καθοριστική, δική του εκδοχή.
δ) Ο βιογράφος έχει εργαστεί σκληρά και συστηματικά. Κατά κανέναν τρόπο δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ευσυνειδησία και η μεθοδικότητά του. Εχει επιλύσει γρίφους, έχει εντοπίσει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, έχει αναδιφήσει αρχεία, έχει αξιοποιήσει λιτά τον τεράστιο όγκο του ιστορικού υλικού. Με άλλα λόγια έβαλε σε τάξη τόσο το πεδίο αναφοράς όσο και τον σεφερικό βίο. Αναμφίβολα ορισμένες λεπτομέρειες για τον ιδιώτη Σεφέρη μπορούσαν να λείπουν, αφού δεν προσφέρουν τίποτε σημαντικό για την κατανόηση του ποιητή. Απουσιάζει επίσης η απόπειρα ανασύστασης της προσωπικότητας του βιογραφούμενου μέσα από την ανάλυση κυρίως του έργου του. Στο σύνολό του όμως το εγχείρημα παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί έγινε με προσοχή, χωρίς να ενδώσει ο βιογράφος στον άκριτο θαυμασμό ή να οχυρωθεί στη μοχθηρή υπονόμευση. Κράτησε το μέτρο με διπλωματική δεξιοτεχνία, σχεδόν «σεφερικά».
ε) Είναι φαντάζομαι δύσκολο για όποιον είναι εγκρατής των σεφερικών να καταπιεί εύκολα την εικόνα του ποιητή ως ήρωα με την προσωνυμία «Γιώργος». Ισως κάτι τέτοιο να μην ενοχλεί τον ξένο αναγνώστη αλλά για τον έλληνα είναι μάλλον δυσκατάποτη προτίμηση. Τελικά, ποιος είναι ο Σεφέρης που αναδεικνύεται από την αφήγηση, πόσο κοντά στην ιστορική αλήθεια και στην ίδια την ποίηση; Μπορεί ορισμένοι να μην ενδιαφέρονται για τέτοια ερωτήματα και να περιορίζονται στη βιογραφία σαν κάτι αυτόνομο. Στην περίπτωση αυτή απολαμβάνουν το κείμενο, ακολουθώντας την πλοκή και τις δραματικές καταστάσεις, διαβάζουν δηλαδή ένα μυθιστόρημα που έτυχε να έχει για ήρωα έναν ποιητή. Δεν θα ξαφνιαζόμουν μάλιστα αν προσπερνούσαν ενοχλημένοι την παράθεση ποιητικών αποσπασμάτων επειδή διακόπτουν την «ομαλή» ροή της αφήγησης.
Κάποιοι αναγνώστες θα βρουν το βιβλίο καλογραμμένο και θα το διαβάσουν ευχάριστα, κάποιοι άλλοι θα κουραστούν από τις ιστορικές παρεκβάσεις και τις σχοινοτενείς περιγραφές, ορισμένοι, οι πιο λίγοι, θα το αγνοήσουν και θα επιστρέψουν στα ποιήματα του Σεφέρη. Οι φανατικοί της βιογραφίας πιστεύω ότι θα το εγκρίνουν παρά τις επί μέρους αντιρρήσεις τους, οι αρνητές του βιογραφισμού θα το παρακάμψουν ευσχήμως, το ευρύ κοινό θα το αγοράσει ούτως ή άλλως. Οπως και αν έχει το πράγμα, ένα είναι σίγουρο: ποτέ να μην αναζητήσετε τον ποιητή στον ήρωα μιας βιογραφίας. Κάτι τέτοιο υποδεικνύει προσφυώς και ο Καβάφης στα «Κρυμμένα»: «Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα / να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν […] H πιο απαρατήρητές μου πράξεις / και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα– / από εκεί μονάχα θα με νιώσουν».
Ο κ. Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Ιστορία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.