Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα σημαντικό βιβλίο μεταφράζεται στη γλώσσα μας με μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Αυτό που κινδυνεύει όμως κάθε φορά να εξαφανισθεί είναι ο ιστορικός του ορίζοντας, η εγγραφή του δηλαδή σε ένα πεδίο σύγκρουσης ή και συμμαχίας, εντός του οποίου αποκτά νόημα και λόγο ύπαρξης. Ο παραλήπτης της καθυστερημένης αυτής «επιστολής» θα πρέπει λοιπόν να ξαναδώσει στο περιεχόμενό της, μέσα από την ανάγνωση ή και τον σχολιασμό της, τον απολεσθέντα χαρακτήρα της: την ισχύ της ως γεγονότος. Ως βιβλιογραφικό γεγονός θα μπορούσαμε να ορίσουμε ό,τι εγγράφει μια διαφορά στο ήδη υφιστάμενο καθεστώς συσχετισμού δυνάμεων, ανατρέποντας έτσι ανεπανόρθωτα τη μελλοντική τους πορεία. Το θέμα αρχίζει να αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν η εγγραφή της διαφοράς πραγματώνεται στον χώρο της φιλοσοφίας με την εισαγωγή της ίδιας της έννοιας της διαφοράς. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο πολύ καλά μεταφρασμένο και επιμελημένο έργο του φιλοσόφου Ζιλ Ντελέζ Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, που αποτελεί ήδη από το έτος έκδοσής του (1962) το αφετηριακό σημείο αυτού που έκτοτε αποκαλείται «φιλοσοφία της διαφοράς». Με τη μονογραφία του ο Ντελέζ εγκαινιάζει στη γαλλική σκέψη μια αλλαγή παραδείγματος, που σηματοδοτεί το τέλος της εγελιανής κυριαρχίας του υποκειμένου, της αυτοσυνείδησης, του πνεύματος και, εν γένει, της κρυπτοθεολογικής διαλεκτικής. Τα παραπάνω παραχωρούν εφεξής τη θέση τους σε μια ολοένα πιο νιτσεϊκή ερμηνεία, η οποία καταγγέλλει την αντικατάσταση της θεολογίας από την ανθρωπολογία και υπόσχεται την ολοκλήρωση της κριτικής της μεταφυσικής.


Στην προσπάθειά του να διαλύσει τις «επικίνδυνες συμμαχίες» των ανθρωπιστικών επιστημών με τη σκέψη του Νίτσε, ο Ντελέζ επικαλείται – με αντιδιαλεκτικό πάθος – τον πολεμικό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, για να τη στρέψει σαν πολεμική μηχανή ενάντια σε μια από τις ισχυρότερες μορφές του ευρωπαϊκού μηδενισμού: τον εγελιανισμό. Η επιθετικότητα του Ντελέζ, η οποία θα μπορούσε εύκολα να παρερμηνευθεί ως μια μορφή της εγελιανής αρνητικότητας, στοχεύει στην ανατροπή όλων εκείνων των δυνάμεων της ιστορίας που κατάφεραν να γίνουν κυρίαρχες χάριν της διαλεκτικής (σωκρατισμός, χριστιανισμός, γερμανική ιδεολογία)· χάριν, δηλαδή, εκείνης της δυαδικής μηχανής κωδικοποίησης της γνώσης (αληθινό-φαινομενικό), της ηθικής (καλό-κακό) και της αισθητικής (ωραίο-άσχημο), μέσω αντιθέσεων και αντιφάσεων που συγκαλύπτουν τις πραγματικές διαφορές δυνάμεων που τις παρήγαγαν, μέσα σε έναν συνεχή αγώνα ερμηνείας και καθυπόταξης. Η τοποθέτηση της διαλεκτικής αντίθεσης στη θέση της διαφοράς (αληθινό-ψευδές, υψηλό-χαμερπές, τονωτικό-καταθλιπτικό) αφήνει το κοσμο-ιστορικό της αποτύπωμα σε μια ειδεχθή εικόνα: στον θρίαμβο των αντενεργών δυνάμεων και αρνητικών θελήσεων επί των ενεργών δυνάμεων και καταφατικών θελήσεων. Παραφράζοντας ελαφρώς τον Ρ. Μπαρτ της νιτσεϊκής περιόδου, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι για τον Ντελέζ η αντίθεση δεν είναι παρά η ηθικολογική κατάσταση της διαφοράς. Ή, όπως αποφαίνεται ο Νίτσε στο Πέραν του καλού και του κακού, η αντίθεση θα μπορούσε να ήταν η κατάλληλη μεταμφίεση με την οποία εμφανίζεται η αιδώς ενός διαλεκτικού πνεύματος, το οποίο προσπαθεί να συγκαλύψει την ταπεινή του καταγωγή από ένα καθυποταγμένο σώμα.


Στον Νίτσε, ισχυρίζεται ο Ντελέζ, οι έννοιες της συνείδησης, της μνήμης, της αναπαράστασης, του σκοπού, της προσαρμογής κ.ά. είναι πάντα έννοιες που σηματοδοτούν τη σχέση ενός κατώτερου όντος έναντι ενός ανώτερου («προοπτικές του βατράχου», κατά τον Νίτσε), ενός δούλου έναντι ενός κυρίου, και έτσι δεν μπορούν να εκληφθούν ως τα αρμόδια γνωσιοθεωρητικά εργαλεία για την περάτωση του έργου της κριτικής της μεταφυσικής. Δεν είναι δυνατόν τα όργανα που χρησιμεύουν για την τιθάσευση και την υποταγή του ανθρώπου να παίξουν νομοθετικό ρόλο και να παραγάγουν αξίες. Για τον Ντελέζ, όπως και για τον προγενέστερό του νιτσεϊστή Μπατάιγ, ισχύει αναμφίβολα ότι «κάτω από την εγελιανή εικόνα του κυρίου διακρίνεται πάντα ο δούλος». Βέβαια, ο θρίαμβος των μηδενιστικών δυνάμεων, δηλαδή της μνησικακίας, της κακής συνείδησης και του ασκητικού ιδεώδους, δεν είναι απλά επεισόδια αλλά η ίδια η λογική της ιστορίας του ανθρώπου. Πρόκειται για το σιωπηλό και μεθοδικό έργο του πολιτισμού, αποτέλεσμα του οποίου είναι ο υποταγμένος τύπος ανθρώπου. Ετσι εξηγείται και το νιτσεϊκό ηθικό παράδοξο, το οποίο ο Ντελέζ επιχειρεί να λύσει μέσα στη μονογραφία του, τονίζοντας συγχρόνως τη δυσκολία της υπέρβασής του: «Πρέπει να υπερασπισθούμε τους δυνατούς εναντίον των αδύναμων, όμως γνωρίζουμε τον απελπισμένο χαρακτήρα αυτού του εγχειρήματος». Φως πέφτει στη σκοτεινή αυτή ματιά μόνον αν ο πολιτισμός θεωρηθεί από μια μετα-ιστορική και άρα μετα-ηθική προοπτική, όπου το βασικό ερώτημα δεν θα είναι ποιος είναι ο άνθρωπος αλλά ποιος τον υπερβαίνει. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε δεν είναι βέβαια, όπως επισημαίνει αλλού ο Ντελέζ, η γνωστή φιγούρα των κόμικς, αλλά μια μελλοντική ικανότητα ενός νέου ανθρώπινου τύπου, ο οποίος θα ενσωματώνει όλες τις αντιθέσεις που τον παρήγαγαν χωρίς να τις «αναιρεί» διαλεκτικά σε νέες μεταφυσικές ενότητες. Ο υπεράνθρωπος θα αναγνωρίζει σε αυτές μια ηθικο-γλωσσική αδυναμία του ανθρώπου να παρατηρεί και να καταφάσκει «διαφορές βαθμού», εκεί όπου είχε τοποθετήσει τη διαλεκτική αντίθεση. Η ουτοπία του Ντελέζ: η κατάφαση της αιώνιας επιστροφής της διαφοράς των δυνάμεων θα μεταστοιχειώσει τον θάνατο του Θεού, τη δυσθυμία στον πολιτισμό, σε γέλιο, παιχνίδι και χορό.


Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.