Η νεοελληνική ιδεολογία και ταυτότητα, όπως συγκροτήθηκε, με τις αντιφάσεις της, σχεδόν παράλληλα και ταυτόχρονα με το νέο ελληνικό κράτος, συνομιλεί διαρκώς με τα ποικίλα ιδεολογικά ρεύματα, κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνα. Πεδίο αναφοράς είναι όμως σχεδόν πάντοτε η Ευρώπη ως πολιτικός και πολιτιστικός χώρος.


Η συσχέτιση, επομένως, των ιδεολογικών διεργασιών που αφορούν έστω όχι στενά τα όρια του νέου ελληνικού κράτους αλλά αυτά του Ελληνισμού του 19ου αιώνα, με τις κυρίαρχες αμερικανικές αντιλήψεις της εποχής, έχει από μόνη της μεγάλο ενδιαφέρον. Ακόμη όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η αναγωγή στις ρίζες της σημερινής αμερικανικής αυτοσυνειδησίας και στις πολιτισμικές και πολιτικές της επιπτώσεις στην αρχή του 21ου αιώνα.


Το σκηνικό μέσα στο οποίο επιδιώκεται αυτή η ενδιαφέρουσα ελληνοαμερικανική επαφή τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπακούει σε μια σειρά από όρους που πρέπει να προσέξουμε ευθύς εξαρχής:


Τον αμερικανικό παράγοντα εκπροσωπεί ο αγγλοσαξονικός προτεσταντισμός και πιο συγκεκριμένα ο προτεσταντισμός της Νέας Αγγλίας όχι μόνο και όχι κυρίως ως θρησκευτικό δόγμα αλλά ως ιδεολογία και νοοτροπία, δηλαδή ως σύστημα κανόνων κοινωνικής, δηλαδή ηθικής, οικονομικής και εντέλει πολιτικής συμπεριφοράς. Για την αντίληψη αυτή «ευαγγελισμός» και «εκσυγχρονισμός» εντέλει ταυτίζονται.


Αποδέκτης αυτού του διπλού μισιοναρισμού δεν είναι μόνο ή κυρίως το νέο ελληνικό κράτος ως τέτοιο ούτε πολύ περισσότερο η Ελλάδα ως πολύπλοκος, αμήχανος και αντιφατικός πολιτισμικός χώρος που παραπέμπει αφενός μεν στην αρχαία Ελλάδα ως πηγή του δυτικού πολιτισμικού παραδείγματος, αφετέρου δε στο Βυζάντιο και την ευθεία ή την εξ αντιδιαστολής συμβολή του στη διαμόρφωση του δυτικού Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του Ουμανισμού, του Διαφωτισμού κ.ο.κ. Η Ελλάδα και ο ευρύτερος χώρος δράσης του Ελληνισμού από τις αρχές ως τα μέσα του 19ου αιώνα είναι κατ’ αρχάς τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής, τμήμα του Λεβάντε. Στο πλαίσιο αυτό η Σμύρνη είναι σίγουρα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στη συνέχεια δε και ειδικότερα η Ελλάδα έχει ενδιαφέρον για τον αμερικανικό προτεσταντικό μισιοναρισμό ακριβώς ως Ορθόδοξη Εκκλησία ή μάλλον ως γλωσσική και εθνοτική κοινότητα που ανήκει θρησκευτικά στις ανατολικές ορθόδοξες ή ακόμη και τις αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Ούτε οι μεγάλοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί ούτε οι μικρές καθολικές κοινότητες της περιοχής έχουν ενδιαφέρον για τους αμερικανούς μισιοναρίους. Ενα τέτοιο εγχείρημα, με αντικείμενο τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα εγκυμονούσε άλλωστε «κεφαλικούς» κινδύνους για όποιον το αναλάμβανε.


Ο τίτλος του βιβλίου (επεξεργασμένη εκδοχή διδακτορικής διατριβής στο ΑΠΘ) της κυρίας Παυλίνας Νάσιουτζικ Αμερικανικά οράματα στη Σμύρνη του 19ου αιώνα. Η συνάντηση της αγγλοσαξονικής σκέψης με την ελληνική είναι πολύ σεμνός και υπαινικτικός. Η παρουσία των αμερικανών μισιοναρίων στη Σμύρνη και στην ευρύτερη περιοχή, από τη Μάλτα ως τη Χίο, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα συσχετίζεται με τις θεολογικές και εντέλει ιδεολογικές αντιλήψεις που κυριαρχούν εκείνη την εποχή στην Αμερική και ιδίως στη Νέα Αγγλία, τεκμηριώνεται βιβλιογραφικά, αναλύεται σε μια μεγάλη δέσμη προσωπικών διαδρομών, περιπετειών και αφηγήσεων, συνδέεται με ένα πλήθος βιβλιολογικών δεδομένων και διασταυρώνεται με την ιστορία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της περιοχής και με την ιδεολογία που αυτά αναπαράγουν. Επιπλέον, όλα αυτά παραλληλίζονται με τη συγκρότηση και τη διάχυση του νεοελληνικού Διαφωτισμού και με βασικές μορφές του όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Νεόφυτος Βάμβας ή με χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαμεσολάβησης όπως ο Νικόλαος Πετροκόκκινος.


Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο της μελέτης που έχει βεβαίως μεγάλη σημασία. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο ακόμη πιο ενδιαφέρον από πολιτικής πλευράς. Η κυρία Νάσιουτζικ παρατηρεί – και αυτό είναι που εμένα τουλάχιστον με παρακίνησε – ότι στη μήτρα των σημερινών κυρίαρχων αμερικανικών αντιλήψεων για τον κόσμο, δηλαδή στη μήτρα της κυρίαρχης γεωπολιτικής αντίληψης, βρίσκεται η αγγλοσαξονική προτεσταντική αντίληψη για τις «αποστολικές» υποχρεώσεις του Νέου Κόσμου σε σχέση με τον παλαιό κόσμο συνολικά.


Η «παγκοσμιοποίηση» ως πολιτισμικό φαινόμενο και η θεωρία της λεγόμενης ανθρωπιστικής επέμβασης βρίσκουν έτσι κάποιες ακόμη εξηγήσεις, θεολογικές και ηθικολογικές, πολύ ενδιαφέρουσες. Το εντυπωσιακό είναι άλλωστε ακριβώς αυτό: ότι φαινόμενα απολύτως «κοσμικά» που εγγράφονται στη μακριά γενεαλογία του Διαφωτισμού, που αντιτάσσονται στις ποικίλες εκδοχές του «θρησκευτικού», που αναπαράγουν τη σημασία που έχει η καθαρότητα του κοσμικού κράτους και η διάκριση Εκκλησίας ή μάλλον θρησκείας και κράτους και επιμένουν στον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών, ανάγονται εντέλει σε εξηγήσεις τόσο έντονα θεολογικές ή ηθικολογικές. Αυτό μάλιστα που έχει πολιτική σημασία δεν είναι τόσο ο θεολογικός ή ηθικολογικός όσο ο γραμμικός και απόλυτος ή μάλλον ολιστικός χαρακτήρας των αντιλήψεων αυτών που δεν αφήνουν εύκολα περιθώριο ούτε στο σφάλμα ούτε στη μετριοπάθεια ούτε στην επιείκεια. Ή, για να χρησιμοποιήσω ισοδύναμους κατά βάθος όρους: ούτε στην αμαρτία ούτε στην άφεση ούτε στις κατ’ οικονομίαν λύσεις.


Η παρουσία και η δράση των αμερικανών μισιοναρίων στη Σμύρνη, στα νησιά του Αιγαίου ή άλλες ελληνικές περιοχές δεν είναι βέβαια η μόνη μορφή επαφής ανάμεσα στον προτεσταντισμό και στην Ορθοδοξία. Θα ήταν κατ’ αρχάς εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι ο προτεσταντικός «ευαγγελισμός» της Ανατολής ήταν πιο επιθετικός προς την Ορθοδοξία από ό,τι, π.χ., η δράση των καθολικών ιεραποστολών. Αντιθέτως κατά καιρούς αναδείχτηκαν πολύ ενδιαφέρουσες «συνομιλίες», δογματικές ή εκκλησιολογικές (αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εδώ ο όρος), ανάμεσα στον προτεσταντισμό και στην Ορθοδοξία. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί κανείς εδώ ούτε στο ζήτημα του Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη ούτε στις επαφές με την Αγγλικανική Εκκλησία ούτε, αντιστρόφως, στις κατά καιρούς καταδίκες του «λουθηροκαλβινισμού». Οι προτεσταντικές αντιλήψεις είναι προφανές ότι επηρέασαν τη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κυρίως μέσω της συγκρότησης και της δράσης των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων που έχουν και αυτές την αφετηρία τους στον 19ο αιώνα.


Ολα αυτά – ας μην το ξεχνούμε – συμβαίνουν στη Σμύρνη των αμερικανών μισιοναρίων, ενώ το νεοσύστατο ελληνικό κράτος συγκροτείται, και ενώ διεξάγεται η μεγάλη σύγκρουση γύρω από την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833-1850). Σύγκρουση που δεν αφορούσε τα παράλια της Ιωνίας, συνδέεται όμως με την πολύπλοκη και πολυσήμαντη σχέση εθνικού κράτους – εθνικής συνείδησης – γλωσσικής, αφενός, και θρησκευτικής, αφετέρου, ταυτότητας, δηλαδή με το πιο κρίσιμο πρόβλημα όχι μόνο του 19ου αλλά, όπως απεδείχθη, και του 20ού και των αρχών, τουλάχιστον, του 21ου αιώνα.


Κατά έναν λοιπόν άκρως ενδιαφέροντα τρόπο το βιβλίο της κυρίας Παυλίνας Νάσιουτζικ διασταυρώνεται με το βιβλίο του κυρίου Παρασκευά Ματάλα, Εθνος και Ορθοδοξία – Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «Ελλαδικό» στο βουλγάρικο σχίσμα (ανεπτυγμένη και αυτό μορφή μιας ήδη ασυνήθιστα μεγάλης, καλογραμμένης και συγκροτημένης μεταπτυχιακής εργασίας).


Πέρα από την ερευνητική αναψηλάφηση της γνωστής περιπέτειας, της αντικανονικής κήρυξης και στη συνέχεια της κανονικής «παραχώρησης» της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ανάδειξη των προφανών ιδεολογικών και πολιτικών συμπαραδηλώσεών της, η εργασία του Π. Ματάλα κομίζει τον απολύτως αναγκαίο παραλληλισμό με το βουλγαρικό σχίσμα.


Συσχετίζει επομένως δύο προδήλως συναφείς υποθέσεις που συνδέονται με το Ανατολικό ζήτημα, τη δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων της εποχής, τις διεργασίες συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων και ιδεολογιών, αφ’ ης στιγμής μάλιστα υπάρχει ένα εθνικό κράτος.


Ολα αυτά διασταυρώνονται με τα «υπαρξιακά» διλήμματα του οικουμενικού θρόνου μέσα σε εκείνες τις διεθνείς συνθήκες, τις μεγάλες αδράνειες, αλλά και τις εξίσου μεγάλες «επιταχύνσεις» της εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας κ.ο.κ. Η απόσταση από την καταδικασμένη αίρεση του εθνοφυλετισμού μέχρι την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας των τοπικών Εκκλησιών είναι ταυτόχρονα και πολύ μικρή και πολύ μεγάλη.


Εξίσου γοητευτική μέσα από τις αντιφάσεις και λόγω ακριβώς αυτών είναι η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στους κατά καιρούς εκπροσώπους ή επιγόνους του νεοελληνικού Διαφωτισμού αφενός μεν με την Εκκλησία της Ελλάδος, αφετέρου δε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως νοοτροπία και ως αντίληψη που συνδέεται όχι μόνο με την εκκλησιαστική παράδοση και εκπαίδευση αλλά και με τους διαφορετικούς πολιτικούς ρόλους των δύο εκκλησιαστικών θεσμών. Η Ορθοδοξία άλλωστε που έχει συνείδηση πλειονότητας μέσα σε μια κοινωνία είναι πολύ διαφορετική στις αντιδράσεις της από μια Ορθοδοξία που έχει συνείδηση μειονότητας.


Αυτό δείχνει ότι όλα τα μεγάλα ιδεολογικά ζητήματα που διατηρούνται – εις πείσμα των καθαρών τυπολογιών – ανοικτά έως τις ημέρες μας, βρίσκουν πολλές από τις εξηγήσεις τους στον 18ο και στον 19ο αιώνα. Αυτό δεν αφορά μόνο την καθ’ ημάς Ανατολή και τα ημέτερα Βαλκάνια, αλλά, όπως φαίνεται, και την ίδια την αμερικανική αυτοσυνειδησία και ιδεολογία.


Οσοι μένουν εγκλωβισμένοι στα συμπλέγματα ιδεολογικής και θεσμικής κατωτερότητας που καταδυναστεύουν τη χώρα μας και την ευρύτερη περιοχή μας ίσως να επανεξετάσουν τη στάση τους με αφορμή τα δύο αυτά νέα σημαντικά βιβλία.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Πολιτισμού.