Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928


Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928, ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, σε ηλικία 32 χρόνων, αφού μάταια είχε δοκιμάσει να πνιγεί την προηγούμενη νύχτα, κάθεται σε κάποιο καφενείο και γράφει το αποχαιρετιστήριο γράμμα του. Υστερα πηγαίνει να αυτοπυροβοληθεί στα περιβόλια της Πρέβεζας. Η φωτογραφία που τον δείχνει νεκρό προέρχεται από τα αρχεία της Χωροφυλακής και όπως φαίνεται ο φωτογράφος διευθέτησε κατάλληλα το σώμα του ποιητή ώστε εύκολα να αναγνωρίζεται. Σταυρωμένα χέρια, τακτοποιημένο σακάκι, το ψαθάκι δίπλα στο κεφάλι. Η περιφανής θέση του Καρυωτάκη στη νεοελληνική λογοτεχνία και η συνακόλουθη αγιοποίησή του δεν οφείλονται φυσικά στο γεγονός της αυτοκτονίας του. Ο ποιητής, προτού καταλήξει εκεί, είχε φροντίσει να ετοιμάσει το έργο του. Απλώς με τον πυροβολισμό που ακούστηκε μπορέσαμε να βρούμε το ακριβές, το πραγματικό σημείο που κείται ο ποιητής. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης και ανήκει στο υπό έκδοση έργο «Εικόνες επιφανών και μη».



Κοίτα, λοιπόν, πλάσμα χαριτωμένο, αυτή τη σπάνια φωτογραφία ενός που συνήθιζε να ονειρεύεται το όνειρό του. Είναι καλοκαίρι του 1928. Μήνας Ιούλιος. Κάνει ζέστη και ο ποιητής είναι ντυμένος καλοκαιρινά. Φορά το θερινό του κοστούμι, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε υπάλληλος που θα έβγαινε για ένα περίπατο στην πόλη της Πρέβεζας. Το κοστούμι φαίνεται καινούργιο. Μονόχρωμο βαμβακερό, ραμμένο με την τέχνη και την επιτηδειότητα που διέκρινε τους εμποροράφτες των παλαιών χρόνων. Διαγράφονται τα βάτα που κρατούν στητούς τους ώμους. Τα πέτα είναι πλατιά, το πουκάμισο άσπρο (σχεδόν ακηλίδωτο) με τον κολλαρισμένο γιακά και την καλοδεμένη ριγωτή γραβάτα.


Μακάριος σχεδόν εικονίζεται ο ποιητής. Τα μάτια κατάκλειστα. Τα φρύδια καμαρωτά. Το στόμα κλειστό, δείχνει να μην ανασαίνει καθόλου. Αλλά κάτι φαίνεται να ανθίζει πάνω στο σφαλιγμένο στόμα. Διατηρεί το κανονικό του σχήμα, όμως κάτι αφήνει να διαφαίνεται. Σαν να χαίρεται ο ποιητής που ταξιδεύει μεσοπέλαγα, σαν να θλίβεται που μένει ακόμη στο χώμα. Και τα χέρια, κοίτα με ποια τάξη τα έχει σταυρώσει πάνω στο κοιμισμένο κορμί. Τα ημίκλειστα δάχτυλα του δεξιού ακουμπούν ελαφρά πάνω στο αριστερό χέρι. Ομως και τα δύο σαν κάτι θέλουν να κρύψουν. Σαν κάτι μαύρο και υγρό να έχει κυλήσει από το μέρος της καρδιάς και έχει λιμνάσει στην κοιλιά του ξαπλωμένου άντρα. Και ο φωτογράφος, μη θέλοντας προφανώς να φανεί αυτή η κηλίδα πάνω στο άσπρο πουκάμισο του ποιητή, του σταύρωσε τα χέρια (κατά το έθιμο των χριστιανών) σε εκείνο το σημείο. Το ίδιο έγινε και με τα πόδια. Είναι ενωμένα με διακριτικότητα. Αυτό εικονίζει η φωτογραφία. Ενα διακριτικό άνθρωπο που τρέχει και κολυμπά συνεχώς χωρίς ποσώς να κινεί χέρια και πόδια. Ομως αυτή η διευθέτηση του σώματος είναι ημιτελής. Ωσάν ο φωτογράφος να βιάζεται να τελειώσει το έργο του, και πάλι δεν θέλει να φανεί βιαστικός. Αποτέλεσμα: ο άνθρωπος ούτε σε στάση αγωνίας εικονίζεται, ούτε σε ηρεμία και ανάπαυση. Το κεφάλι ακουμπά και στο χώμα της ηπειρώτικης γης και στο ψάθινο καπέλο. Ετσι δημιουργείται η εντύπωση πως ένα ψάθινο φωτοστέφανο αρχίζει να καλύπτει το γυμνό κρανίο.


Το ίδιο αναποφάσιστος δείχνει ο φωτογράφος στη διευθέτηση του κορμού. Ενώ δηλαδή ο ποιητής εικονίζεται πρηνής, την ίδια στιγμή έχει στραφεί προς τα δεξιά. Επίπεδος ο κορμός του και την ίδια στιγμή πλαγιασμένος. Ο δεξιός αγκώνας στηρίζεται στο χώμα, ο αριστερός αναπαύεται πάνω στο ίδιο του το κορμί. Ετσι έχει διευθετηθεί το ακίνητο σώμα από τον φωτογράφο. Να δείχνει συνάμα επίπεδο και πλαγιασμένο, να φαίνεται ξαπλωμένο μέσα σε μαύρο φέρετρο και την ίδια ώρα να κοιμάται ανέμελα πάνω στο χώμα. Ωσάν επιτύμβια στήλη που έχει πέσει στη γη. Πάρε λοιπόν τώρα, αγαπημένε μου, την ταπεινή φωτογραφία του πεσμένου άνδρα και από οριζόντια θέση φέρε τη σε θέση κάθετη. Πώς μοιάζει τώρα ο Καρυωτάκης; Οχι σαν πεσμένη επιτύμβια στήλη, αλλά σαν ένα ανθρώπινο σώμα που συσπειρώνεται και ετοιμάζεται να φύγει και να ανέβει ψηλά. Τώρα φαίνεται καθαρότερα η κίνηση των χεριών. Τα χέρια δεν δηλώνουν (όπως πρωτύτερα) ακινησία. Δεν δείχνουν ότι θέλουν κάτι να κρύψουν! Ωσάν φτερά αρχίζουν να κινούνται και να ξεδιπλώνουν. Τα δάχτυλα δείχνουν τη λίμνη του αίματος πάνω στην κοιλιά. Δεν την κρύβουν. Κοίτα τα μανίκια του καινούργιου κοστουμιού. Δεν σου φαίνονται ότι ανοίγουν και απλώνουν σαν φτερούγες έτοιμες να χτυπήσουν το χώμα και να ωθήσουν το σώμα ψηλά; Αυτό δείχνει η φωτογραφία κοιταγμένη από άλλη γωνία. Τον ποιητή να συσπειρώνεται μέσα στον ύπνο του, σα σφαίρα να πεταχτεί στα ουράνια. Να και το στόμα πώς ετοιμάζεται να ανοίξει. Να που ο λόγος πάει να ανθίσει. Μιλά ενώ ακόμη τα χείλη είναι ημίκλειστα. Ω εσύ, ευγενικέ διαβάτη, λέει, που περνάς, μην προσπεράσεις, αδιάφορος, καλέ μου. Το βήμα κράτησε μια στιγμή και ρώτα εδώ ποιος κείται. Θα μάθεις πως εδώ αναπαύεται ένας χωρίς πατρίδα και δίχως μοίρα. Εδώ στην αμμουδιά της χλοερής Πρέβεζας κείτομαι και ατενίζω, ανάμεσα σε ίσκιους και φύλλα, το παραδείσιο τοπίο.


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.