Το 1870 ο παμπόνηρος γερμανός έμπορος και ιδιοφυής αρχαιολόγος Heinrich Schliemann έφερε στο φως πάνω στον λόφο Χισαρλίκ της ΒΔ Τουρκίας τα ερείπια της αρχαίας Τροίας. Η σπουδαία αυτή ανακάλυψη, την οποία συνέχισαν άλλοι αρχαιολόγοι (Doerpfeld, Blegen, Korfmann), συμπαρέσυρε στη δίνη της, όπως ήταν φυσικό, και τις ομηρικές σπουδές. Ηταν τα ερείπια αυτά όντως η ομηρική Τροία; ποιο ήταν το πραγματικό ιστορικό πρόσωπο της πόλης; πώς επέζησε η μνήμη της 450 χρόνια μετά την καταστροφή της και πώς έφθασε ως τον Ομηρο (γύρω στο 800 π.Χ.); Και τελικά μέχρι ποιου σημείου συνιστά η Ιλιάδα πηγή πληροφοριών για την ιστορική Τροία και για έναν ενδεχόμενο Τρωικό Πόλεμο; Σιγά σιγά σχηματίστηκαν δύο βασικές σχολές μελετητών: η μία απορρίπτει την ιστορικότητα του έπους και το θεωρεί απείκασμα της εποχής του με ταυτόχρονη αξιοποίηση μιας σχετικά νεαρής προφορικής παράδοσης πριν από τον Ομηρο· η δεύτερη θεωρεί το υπόστρωμα της Ιλιάδας απήχηση της ιστορικής πραγματικότητας του δεύτερου μισού του 12ου αιώνα π.Χ. που έφθασε ως την εποχή του Ομήρου μέσω μιας μακραίωνης προφορικής παράδοσης αοιδών.


Οι δύο αυτές σχολές δεν συνυπάρχουν ανώδυνα, συναγωνίζεται η μία την άλλη, δεν φείδονται ειρωνείας και σκωμμάτων για την αντίπαλη πλευρά και στις καλύτερες στιγμές τους μας προσφέρουν εξαιρετικές φαντασμαγορίες λογιοσύνης, λαμπρά οικοδομήματα που στηρίζονται σε συνδυασμούς αντικειμενικών στοιχείων αλλά και εύλογων εικασιών έτσι ώστε κάθε φορά να κηρύσσεται χαρμόσυνα ο οριστικός και αμετάκλητος μαρασμός των αντίθετων απόψεων στην επιστημονική κονίστρα. Το τελευταίο θεαματικό καλειδοσκόπιο για το ομηρικό ζήτημα κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στη Γερμανία. Φέρει τον τίτλο Τροία και Ομηρος. Ο δρόμος για τη λύση ενός παλιού αινίγματος και την υπογραφή ενός από τους κορυφαίους σήμερα υποστηρικτές του ιστορικού πυρήνα του ομηρικού έπους, του καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας Joachim Latacz. Εκθέτει την επιχειρηματολογία του με εξαιρετική λογική διαύγεια αλλά και με φαντασία και θέρμη, γιατί, όπως γράφει, «η ενασχόληση με την Τροία και τον Ομηρο είναι κάτι παραπάνω από ένα πνευματικό παιχνίδι που παριστάνει την επιστήμη. Είναι ένας δρόμος για την εξακρίβωση της καταγωγής μας». Και φυσικά δεν παραλείπει τις νύξεις προς την άλλη πλευρά, τη λεγόμενη νεοαναλυτική σχολή, που κατά τη γνώμη του σπαταλά την ευφυΐα της σε υποθέσεις κατατέμνοντας την Ιλιάδα σε ποιητικά μοτίβα αντί να αναζητήσει ισχυρά ερείσματα έξω από το ίδιο το έπος.


Πού βρίσκει όμως τα δικά του ερείσματα ο Latacz; Στην αρχαιολογία, στις ανατολικές σπουδές και στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία. Πρώτο του μέλημα είναι να αναδείξει τα αποτελέσματα των τελευταίων ανασκαφών στην Τροία (1988-2000) που διευθύνει ο φίλος του Manfred Korfmann, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης. Σύμφωνα με τα πορίσματα αυτών των ανασκαφών, η Τροία δεν ήταν απλώς ένα οχυρό κάστρο, κάποιο άντρο πειρατών έκτασης 150Χ200 μέτρων, αλλά μια ανατολικού τύπου πολιτεία 200.000 τ.μ. που χωρούσε 10.000 κατοίκους και ήταν γεμάτη με ιπποφορβεία και εργαστήρια πορφύρας, ενδείξεις για ένα ανθηρό εμπόριο. Η γλώσσα των κατοίκων της δεν μας είναι γνωστή, μια σφραγίδα όμως που ανακαλύφθηκε μόλις το 1995 στην ακρόπολή της μάς υποδεικνύει τον ανατολικό πολιτισμικό χώρο: φέρει διπλή επιγραφή στα λουβικά, την πιο διαδεδομένη χεττιτική διάλεκτο της εποχής.



Τα επόμενα ερείσματα προέρχονται από το πλουσιότατο αρχείο των βασιλέων των Χετταίων σε σφηνοειδή γραφή που βρέθηκε στο Μπογκάτσκιοϊ της Τουρκίας. Τα ντοκουμέντα αυτά δικαιώνουν ιστορικά και τις δύο ονομασίες της ομηρικής επίμαχης πόλης: Τροία και Ιλιος. Ανάμεσα στα κατορθώματα του βασιλιά των Χετταίων Τουδαλίγια Ι (περίπου 1420-1400) αναφέρεται και η καθυπόταξη της «Taruwisa». Ο εσωτερικά διαμφισβητούμενος εξάλλου ηγεμόνας της «Wilusa» Αλαξάντου είχε υπογράψει συμφωνία υποτέλειας με έναν άλλον βασιλιά των Χετταίων, τον Μουβατάλη ΙΙ (περίπου 1290-1272). Από τον χώρο εκτός του έπους προέρχονται και οι ιστορικές επιβεβαιώσεις για τα ονόματα Αχαιοί και Δαναοί. Στο φως ήρθε επιστολή του βασιλιά των Χετταίων Χατουσίλη ΙΙΙ (περίπου 1265-1240) προς τον βασιλιά των «Achijawa» με αφορμή την απαράδεκτη διαγωγή του επιδρομέα Πιγιαμαράντου: με ορμητήριο τη «Millawada» (Μίλητο) ταλαιπωρούσε τα υποτελή βασίλεια των Χετταίων στη Μικρά Ασία και μόλις βρισκόταν σε κίνδυνο επιβιβαζόταν στο πλοίο του και έβρισκε καταφύγιο στην επικράτεια των Αχαιών. Οσο για τους Δαναούς, η χώρα τους «Danaja» μαρτυρείται σε αιγυπτιακή επιγραφή της εποχής του φαραώ Αμενοφέως ΙΙΙ (περίπου 1390-1352) που, αν και δημοσιεύθηκε το 1966, η κλασική φιλολογία την αγνόησε ως σήμερα επιδεικτικά.


Αδίκως εξάλλου οι κλασικοί φιλόλογοι επινοούσαν ενδοκειμενικές και μετρικές ανάγκες για να ερμηνεύσουν εκείνα τα 30 τοπωνύμια από τα 178 συνολικά στον περίφημο Νηών Κατάλογο της Ιλιάδας, η ύπαρξη των οποίων δεν πιστοποιείται από άλλες πηγές, είναι άγνωστα ακόμη και στον Στράβωνα. Μεταξύ αυτών είναι και οι πόλεις Εύτρησις και Ελεών που συμμετείχαν στο σώμα των Βοιωτών. Και οι δύο μαρτυρούνται ξεκάθαρα στο σημαντικό αρχείο με πήλινες πινακίδες που βρέθηκε υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου Βασίλη Αραβαντινού στην Καδμεία της Θήβας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και χρονολογούνται περί το 1200 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι ο Ομηρος συνέθεσε μεν περί το 800 ένα έπος με θέμα την μήνιν του Αχιλλέα, τη διαμάχη δηλαδή μεταξύ της παλιάς και της ανερχόμενης αριστοκρατίας στην εποχή του, το ποιητικό υπόστρωμα του Τρωικού Πολέμου όμως που χρησιμοποίησε είναι πολύ παλιότερο και ανάγεται στη μυκηναϊκή περίοδο. Ισως και ακόμη παλιότερα. Ο άμετρος στίχος της Ιλιάδας «Μηριόνης τ’ ατάλαντος Ενυαλίω ανδρειφόντη» αποκαθίσταται σε ένα άψογο δακτυλικό εξάμετρο μόνο με την ινδοευρωπαϊκή μορφή της λέξης «ανδρειφόντης» που περιείχε το βραχυπρόφερτο /r/. Ο φθόγγος αυτός όμως είχε εξελιχθεί ήδη στη μυκηναϊκή γλώσσα της γραμμικής γραφής Β σε or ή ro.


Συναρθρώνοντας αυτές και πολλές άλλες ψηφίδες των συγγενών ιστορικών επιστημών ο Latacz απαντά καταφατικά στο ερώτημα αν η ομηρική Ιλιάδα αντικατοπτρίζει έστω και αποσπασματικά ένα παμπάλαιο ιστορικό υπόβαθρο. Είναι ένα υπόβαθρο που ανάγεται στο δεύτερο ήμισυ της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., όταν η μυκηναϊκή Ελλάδα, με προεξάρχουσα δύναμη τη Θήβα, ασκούσε επεκτατική πολιτική. Μετά την καθυπόταξη της μινωικής Κρήτης περί το 1500 π.Χ. στράφηκε προς Ανατολάς προκαλώντας νυγμούς στο μαλακό υπογάστριο του βασιλείου των Χετταίων, στις υποτελείς ηγεμονίες της Μικράς Ασίας, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση κατείχε η πλούσια Ιλιος/Wilusa. Μια τελεσίδικη απόδειξη για τον Τρωικό Πόλεμο δεν έχουμε μέχρι στιγμής, η ασάφεια ωστόσο διαλύεται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη των ανατολικών σπουδών και ένας τέτοιος πόλεμος φαίνεται σήμερα όλο και πιο πιθανός. Η ποιητική επεξεργασία εκείνης της αντιπαράθεσης μπορεί κάλλιστα να επιβίωσε μέσα από τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες», μετά δηλαδή την αιφνιδιαστική καταστροφή του ανακτορικού πολιτισμού στην Ελλάδα περί το 1200. Αυτό που επακολούθησε δεν ήταν όντως ένα ζοφερό σκότος αλλά η συνέχιση του πολιτισμού στη σκιά των ερειπίων, σε μικρότερα κέντρα που δεν διέθεταν πια παλάτια αλλά τουλάχιστον πολυτελή μέγαρα. Στο εσωτερικό τους οι αρχαιολόγοι βρήκαν κομψά αγγεία με παραστάσεις αοιδών που κρατούν φόρμιγγες. Μέσω αυτών η εποποιία έφθασε ως τον Ομηρο διαιωνίζοντας ως τις ημέρες του και τον ιστορικό πυρήνα των δακτυλικών εξαμέτρων. Ο Joachim Latacz κλείνει το βιβλίο του με την πρόταση: «Πρέπει να πάρουμε τον Ομηρο στα σοβαρά». Το πόρισμα αυτό φαίνεται να κλονίζει την πρόσφατη απόφανση ενός κορυφαίου της νεοαναλυτικής σχολής, του Wolfgang Kullmann: «Το όνειρο του Schliemann ότι είναι δυνατόν να αντληθούν από τα ομηρικά έπη ιστορικές πληροφορίες για έναν Τρωικό Πόλεμο ενταφιάστηκε οριστικά».


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.