Η αναθεώρηση του Συντάγματος, πέρα από τα επί μέρους προβλήματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, προκάλεσε έναν ευρύτερο προβληματισμό σχετικά με τη διαδικασία, τα όρια και τους συμμετέχοντες στην αναθεωρητική λειτουργία.


Στο επίκεντρο του προβληματισμού αυτού αναφύονται δύο ζητήματα:


Πρώτον, αν η μοναδική δέσμευση που τίθεται στον αναθεωρητικό νομοθέτη προκύπτει από τις συνταγματικές διατάξεις που δεν είναι επιτρεπτό να αναθεωρηθούν ή αν μπορούν επιπλέον να συναχθούν και συγκεκριμένοι κανόνες που διέπουν τη συνταγματική νομοθέτηση.


Δεύτερον, αν τον αποκλειστικό λόγο στη διαδικασία αναθεώρησης έχει η Βουλή ή μήπως καθίσταται αναγκαία και επιβεβλημένη η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών.


Το βιβλίο του Ξ. Ι. Κοντιάδη επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα δύο ερωτήματα που παραμένουν ανεπεξέργαστα από τη συνταγματική επιστήμη. Η αφετηριακή ιδέα του βιβλίου είναι ότι η συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί αμιγώς πολιτική διαδικασία, της οποίας το πεδίο απλώς περιορίζεται από την απαγόρευση μεταρρύθμισης συγκεκριμένων θεμελιωδών διατάξεων, αλλά διαδικασία που υπόκειται σε αρχές, κριτήρια και μεθοδολογικούς κανόνες. Η παραβίαση των κανόνων αυτών δεν συνεπάγεται απαραιτήτως τον χαρακτηρισμό μιας αναθεώρησης ως αντισυνταγματικής, αλλά πάντως τη συρρίκνωση της νομιμοποιητικής βάσης του Συντάγματος. Κατά τον συγγραφέα, η συνταγματική επιστήμη δεν οφείλει να επεξεργάζεται μόνο μεθόδους ερμηνείας του Συντάγματος αλλά και μεθοδολογικά εργαλεία για την αναθεώρησή του. Η αναθεωρητική διαδικασία από τη φύση της πρέπει να υποτάσσεται στις αρχές της συνέχειας και της ενότητας του Συντάγματος, να θεμελιώνεται σε πειστικά και δεδηλωμένα νομικά και πραγματολογικά επιχειρήματα και να επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης επί των θεμελιωδών κανόνων οργάνωσης της πολιτείας.


Η αναζήτηση ωστόσο της πρόσφατα πολυδιαφημισθείσης συναίνεσης δεν είναι ορθό να περιορίζεται στους κόλπους των εκπροσωπουμένων στη Βουλή πολιτικών κομμάτων. Η συναίνεση γύρω από το Σύνταγμα είναι αναγκαίο να διευρύνεται στην κοινωνία των πολιτών, σε αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «ανοιχτή κοινωνία των αναθεωρητών του Συντάγματος». Η τρέχουσα συνταγματική αναθεώρηση παρέμεινε αποκομμένη από την κοινωνία, η οποία καθυστερημένα ανακάλυψε τους κινδύνους των αμιγώς κοινοβουλευτικών συναινέσεων. Στο βιβλίο υποστηρίζεται ­ με συνταγματολογικά αλλά και με πολιτειολογικά επιχειρήματα εμπνευσμένα από τη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία ­ ότι στις πλουραλιστικές δημοκρατίες η επιδίωξη της συναίνεσης αποτελεί αναγκαίο όρο για τη θεσμική αποτελεσματικότητα του Συντάγματος, αλλά πρωτίστως για την επίτευξη της πολιτικής/συμβολικής του λειτουργίας.


Το Σύνταγμα δεν είναι μόνο ένα σύστημα κανόνων με αυξημένη τυπική ισχύ, αλλά στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες οργανώνει έναν συμβολικό δημόσιο χώρο και λειτουργεί συνεκτικά για τις διαφοροποιημένες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια η συνταγματική νομοθέτηση δεν συνιστά υπόθεση μόνο της πολιτικής τάξης, αλλά πρέπει να διευρύνεται στην κοινωνία των πολιτών και να οργανώνεται με βάση μια μέθοδο ανοιχτής διαβούλευσης, αξιολόγησης επιχειρημάτων, σύνθεσης διαφορετικών αντιλήψεων και αναζήτησης βαθύτερων και όχι επιφανειακών και προσωπικών συναινέσεων.


Πέρα από αυτά που είναι και τα κύρια, το βιβλίο επιχειρεί να δώσει απάντηση και σε μια σειρά από πιο τεχνικά ερωτήματα, που φαίνεται ότι θα απασχολήσουν σύντομα και με ιδιαίτερη ένταση την πολιτική και επιστημονική συζήτηση, όπως επί παραδείγματι η δυνατότητα της δικαστικής εξουσίας να ελέγξει την αναθεωρητική λειτουργία ή το ζήτημα της δέσμευσης της αναθεωρητικής Βουλής από τις κατευθύνσεις της προτείνουσας την αναθεώρηση Βουλής.


Ανεξάρτητα από τα σημεία που μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει κανείς με τον συγγραφέα, το βιβλίο προσφέρει εναύσματα για μια νέα προσέγγιση της αναθεωρητικής λειτουργίας. Αποκρούοντας την παραδοσιακή αντίληψη, που περιορίζεται στην ερμηνεία των ουσιαστικών και διαδικαστικών φραγμών της αναθεώρησης, επιχειρείται η διαμόρφωση κανόνων για τη συγκρότηση του Συντάγματος λαμβάνοντας υπόψη την ιστορικότητά του και τις πολύπλευρες λειτουργίες του στις σύγχρονες δημοκρατίες.


Ο κ. Φίλιππος Σπυρόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.