Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη…
Κ. Βάρναλης, «Τρεις θάνατοι», 1973
Στα 75χρονα από τη γέννηση του ποιητή, στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας (Νοέμβριος 1971), ο Γ. Π. Σαββίδης με το άρθρο του «Ο Καρυωτάκης και οι κριτικοί του (1919-1928)» έθιγε στοιχειωδώς το ζήτημα της πρόσληψης της καρυωτακικής ποίησης, θέλοντας κατά βάση να δείξει πως «ο ποιητής ούτε αγνοήθηκε ούτε παραγνωρίστηκε από τους συγχρόνους του»· τον επόμενο χρόνο στο τέλος της χρηστικής έκδοσης των Ποιημάτων και πεζών (Ερμής, 1972) παρέθετε ένα σημαντικό μέρος αποκαλυπτικών Κρίσεων για τον Καρυωτάκη και το έργο του. Σήμερα, χάρη στον πολύχρονο ερευνητικό μόχθο αλλά και τη συνδυαστική φαντασία της Χριστίνας Ντουνιά έχουμε σχεδόν πλήρη τον «κριτικό φάκελο» του Καρυωτάκη επαρκώς σχολιασμένο και συνετά τοποθετημένο σε λογοτεχνικά και ιστορικά συμφραζόμενα.
Η λογική του βιβλίου διαφαίνεται εν μέρει και από τη δομή του ή την κατανομή του «όγκου» του: Πρώτο μέρος και επτά κεφάλαια (Ιδεολογία και κριτική, περίπου 250 σελίδες), Δεύτερο μέρος και δύο κεφάλαια (Ο Καρυωτάκης και οι «απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας», περίπου 70 σελίδες) και Παράρτημα κριτικών κειμένων (80 περίπου σελίδες), που ακολουθείται από εμπεριστατωμένη βιβλιογραφία. Είναι δηλαδή σαφές ότι τη μερίδα του λέοντος κατέχει το ιδεολογικό πλαίσιο που προσδιορίζει την κριτική αποτίμηση του Καρυωτάκη, η εξέταση των προϋποθέσεων που επέτρεψαν τις ποικίλες κατά καιρούς αναγνώσεις του καρυωτακικού έργου.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει, λόγου χάριν, να επανατοποθετήσει ο σημερινός αναγνώστης τη διαβόητη απορριπτική κριτική του Β. Ρώτα (1928) για τις Ελεγείες και Σάτιρες, προπομπό των αρνήσεων και των επιφυλάξεων που θα γνωρίσει η καρυωτακική ποίηση τις δεκαετίες του ’30 και του ’50. Το ελληνοχριστιανικών παραδόσεων και αντικομμουνιστικού προσανατολισμού περιοδικό του Κ. Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα υιοθετεί την αξιοδότηση της αρνητικής κριτικής, όπως την πρεσβεύουν οι διόσκουροι συνεργάτες του Γ. Αποστολάκης και Φ. Πολίτης· ο Ρώτας, υπεύθυνος για τη λογοτεχνική κριτική του περιοδικού, ασπάζεται πλήρως αυτές τις ιδέες και διόλου δεν έχει σχέση με τις απόψεις της μεσοπολεμικής Αριστεράς, όπως ευρέως πιστεύεται η ύστερη πολιτική του ένταξη προβάλλεται αναχρονιστικά σε τούτη τη συγγραφική του φάση. Αντίθετα, στη Νέα Επιθεώρηση, περιοδικό της κομμουνιστικής παράταξης υπό τη διεύθυνση του Αιμίλιου Χουρμούζιου (τότε Αντρέα Ζεβγά), εντοπίζεται ειδικό ενδιαφέρον για τη συλλογή του Καρυωτάκη που δεν πρέπει να είναι άσχετο με τη συνδικαλιστική δραστηριότητα και τη μαχητική αρθρογραφία του ποιητή. Στο τέλος της δεκαετίας του ’20, όπως παρατηρεί εύστοχα η Ντουνιά, το έργο του Καρυωτάκη, όπως και το έργο του Πέτρου Πικρού ή του Κώστα Βάρναλη, εντάσσεται στην κατηγορία των κειμένων που βοηθούν στην κριτική και απομυθοποιητική λειτουργία της τέχνης και μέσα από αυτή την οπτική αξιολογούνται. Ο Χουρμούζιος, κύριος ανασκευαστής της κριτικής του Ρώτα, είναι από τους πρώτους που υπογραμμίζουν την οξύτητα και τη δυναμική της καρυωτακικής σάτιρας. Γύρω στα 1930 ο Βάρναλης των «Μοιραίων» και ο Καρυωτάκης του «Μιχαλιού» είναι εκείνοι που κυρίως έλκουν την προσοχή των αριστερόφρονων νέων. Ετσι, ο Ρίτσος δεν κατηγορείται για «καρυωτακισμό» από τους συντρόφους του αλλά από τον αντίπαλο ιδεολογικά χώρο των Νέων Γραμμάτων και τον Α. Καραντώνη (1935).
Τα περαιτέρω μάς είναι λίγο οικειότερα. Η διατεταγμένη αριστερή λογοτεχνική κριτική που θα προκύψει από τις αποφάσεις του Συνεδρίου των Σοβιετικών Συγγραφέων, το δόγμα δηλονότι του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και η αποθέωση των «θετικών» ηρώων, αντιμετωπίζει αμφίθυμα τον καρυωτακικό μύθο, ενώ η συντονισμένη κριτική της «γενιάς του ’30» πλήττει ευθέως ό,τι η ίδια ονόμασε «καρυωτακισμό». Στα δεκάχρονα από την αυτοκτονία του ποιητή η έκδοση των Απάντων (1938), φροντισμένη από τον άσπονδο φίλο του, Χ. Σακελλαριάδη, παρά τις συνοδευτικές μελέτες του Κλ. Παράσχου και του Τ. Αγρα, θα αποτελέσει το έναυσμα για το εγχείρημα της απομυθοποίησης. Ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Δ. Νικολαρεΐζης, μετά τον Καραντώνη, κωδικοποιούν τον αντικαρυωτακισμό ως τέλος μιας εποχής. Στην εκ βάθρων αυτή αποκαθήλωση («είναι η βαριά κατάρα της γενιάς μας», ομολογεί βαρύθυμα ο Βαρίκας) ελάχιστες είναι οι νηφάλιες απόψεις που θα αντιφωνήσουν. Δύο-τρεις σποραδικές μνείες για τον αμφιλεγόμενο ποιητή κατά την επόμενη δεκαετία και η επαναφορά του «προβλήματος Καρυωτάκη» μέσω της Επιθεώρησης Τέχνης θα διχάσουν την αριστερή διανόηση τη δεκαετία του ’50. Το ριζοσπαστικό κείμενο του Μανόλη Λαμπρίδη «Il gran rifiuto. Καβάφης – Βάρναλης – Καρυωτάκης και η παρακμή», που δημοσιεύεται στο αριστερό έντυπο (1955), αμφισβητεί τα θέσφατα της επίσημης κομματικής γραμμής και ανοίγει δρόμους για αναθεωρητικές αναγνώσεις.
Ο έτερος «παρακμίας» Καβάφης θα αποκατασταθεί επιτέλους πανηγυρικά και χάρη στις σύντονες προσπάθειες και μελέτες του Τσίρκα το 1963 με ένα αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού, τομή στην αριστερή λογοτεχνική κριτική. Ο Καρυωτάκης όμως θα εξακολουθήσει να μένει «αδέσποτη» φωνή για την Αριστερά. Θα την προσεταιριστούν κατά κάποιον τρόπο οι αιρετικοί και ανορθόδοξοι, οι «ύποπτοι» αντιδογματικοί που, διά χειρός Β. Λεοντάρη, θα τολμήσουν να μιλήσουν για «ποίηση της ήττας» (1963). Στην ίδια γραφίδα άλλωστε οφείλουμε, δέκα χρόνια αργότερα (1973), τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», ένα από τα πιο ρηξικέλευθα κείμενα που αποδεικνύουν την έμπρακτη και δραστική παρουσία της καρυωτακικής ποίησης στη συνείδηση των νεότερων λογοτεχνών-διανοουμένων.
Η δεκαετία του ’60 πάντως αποδεικνύεται πολλαπλώς αποφασιστική για την όψιμη αναγνώριση του ποιητή. Κατά πρώτον, η δίτομη έκδοση του καρυωτακικού έργου, φροντισμένη υποδειγματικά από τον Γ. Π. Σαββίδη (1965, 1967), είναι το συμβολικό επιστέγασμα μιας γενικότερης συναίνεσης γύρω από τον αποσυνάγωγο Τριπολιτσιώτη. Με αφορμή τούτη την έκδοση θα δει το φως «Η ανώνυμη ιστορία» του Α. Τερζάκη, ένα στοχαστικό κείμενο που επιχειρεί αναδρομικά να φωτίσει τη θέση που το «φαινόμενο Καρυωτάκη» είχε για τη γενιά του, τη «γενιά του ’30». Οι υπερρεαλιστές Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος θα μιλήσουν υπερθετικά για τον αυτόχειρα ποιητή και θα τον εντάξουν ανεπιφύλακτα στο γενεαλογικό τους δέντρο.
Από την απόλυτη άρνηση λοιπόν στην απόλυτη κατάφαση; Δεν θα το υποστήριζα ανεπιφύλακτα, μολονότι σαφώς υπερέχουν όσοι αναγνωρίζουν πλέον στο καρυωτακικό έργο τη σφραγίδα του «κλασικού μοντέρνου». Εξακολουθεί, πιστεύω, να είναι, μαζί με τον Κάλβο, μείζων μοναχικός της ποίησής μας και να προκαλεί αμηχανία ή τουλάχιστον αυτή την έλξη-απώθηση που κρατά τα γραπτά του στην κόψη του ξυραφιού. Από την άποψη αυτή βρίσκω εξαιρετικά εύστοχο τον τίτλο της Ντουνιά: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης. Κατ’ εξοχήν σύνδεσμος της γενιάς του Καβάφη, του Βάρναλη και του Σικελιανού με τη γενιά του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Ελύτη, ο Καρυωτάκης παραμένει περίπτωση οριακή, με ό,τι αυτό συνδηλώνει.
Σαφώς πρόθεση της Χ. Ντουνιά είναι να υπογραμμίσει τους όρους των ιδεολογικών εμπλοκών που πρυτάνευσαν στην περιπετειώδη πρόσληψη του έργου του και αγωνία της η κατά το δυνατόν εξαντλητική τεκμηρίωση των κεφαλαίων αυτής της περιπέτειας. Οι παράμετροι των εκάστοτε καρυωτακικών «αναγνώσεων» προκύπτουν μετά από πολλαπλές διασταυρώσεις, ελέγχους, εύλογους ή και απροσδόκητους συνδυασμούς των στοιχείων, που δεν πρέπει να θεωρούνται αυτόχρημα δεδομένα είναι, συχνά, ευρήματα, προϊόντα δηλαδή προσωπικής και επίμονης έρευνας. Από την άποψη αυτή αποτελεί χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του σημερινού και αυριανού μελετητή της καρυωτακικής ποίησης και, όπως κάθε αξιόλογη φιλολογική εργασία, δίνει πειστικές απαντήσεις σε ποικίλα προβλήματα, αλλά συνάμα ανοίγει πλήθος ερεθιστικών προοπτικών σε ένα έργο που, κατά τον ποιητή, «γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά…».
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι επίκουρη καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.