Η μετάφραση των επιστημονικών όρων απασχολεί τον εκδότη Αθανάσιο Τσουκαλαδάκη με αφορμή βιβλιοκριτική μας.
* Σχετικά με την κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Edward Ο. Wilson «Σύναλμα: Η Ενότητα της Γνώσης» από τον κ. Φίλιππο Νικολόπουλο, επίκουρο καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, η οποία φιλοξενήθηκε στην έγκριτη εφημερίδα σας στις 10.10.1999, επιτρέψτε μου να κάνω μερικές παρατηρήσεις:
Οσον αφορά τις αντιρρήσεις για την απόδοση του όρου «consilience» ως σύναλμα, όπου προτείνονται ως πιο δόκιμες οι λέξεις «συνοχή», «ενότητα» ή «σύγκλιση», έχω να παρατηρήσω ότι ο ίδιος ο Ε. Ο. Wilson, σε μια συνέντευξή του στο Amazon. com, όταν ρωτήθηκε αν η λέξη αυτή ήταν δική του επινόηση (πράγμα που μαρτυρεί ότι και οι Αμερικανοί την αγνοούσαν και αυτό φαίνεται από το ότι η λέξη «consilience» δεν υπάρχει σε αμερικανικά λεξικά και μετά βίας βρίσκεται σε λίγα μόνο αγγλικά λεξικά), απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι είναι του άγγλου ιστορικού φιλοσόφου της επιστήμης και αστρονόμου William Whewell (1794-1866) και πως «είναι καιρός να μάθουν οι Αμερικανοί να τη χρησιμοποιούν». Αν ο Wilson ήθελε ως τίτλο του βιβλίου του τις λέξεις που προτείνει ο κ. Νικολόπουλος, απλώς θα χρησιμοποιούσε κοινές λέξεις της αγγλικής όπως «coherence», «unity» (την οποία χρησιμοποιεί ως υπότιτλο του βιβλίου του) ή «convergence» αντίστοιχα.
Εν τούτοις χρησιμοποιεί το «consilience» όπου στο λήμμα «Whewell, William» του Cambridge Dictionary of Philosophy (1996), σελ. 850, διαβάζουμε: «Οι άριστες επαγωγές είναι αυτές όπου οι ενδείξεις για διάφορες υποθέσεις, που αρχικά θεωρούνται ότι καλύπτουν άσχετα είδη δεδομένων, πηδούν μαζί (jump together) παρέχοντας ένα consilience επαγωγών». Αυτό το «πηδούν μαζί» είναι το από κοινού άλμα, συνπήδημα, «σύναλμα». Αλλωστε, η ετυμολογία της αγγλικής λέξης «consilience», σύμφωνα με τα αγγλικά λεξικά, προέρχεται από το «con+salire» = συν+πηδώ.
Θα ήταν συνεπώς σύμφωνη με το πνεύμα του συγγραφέα η ανεύρεση μιας όχι κοινής χρήσης ελληνικής λέξης για την απόδοση του όρου «consilience» που επίσης «είναι καιρός να μάθουν να χρησιμοποιούν οι Ελληνες» και αυτή υπάρχει ήδη και την αναφέρει ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς: «σύναλμα» (βλ. Η. G. Lidell & R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα). (…)
Σχετικά με τον όρο «fitness», όπου προτείνεται η απόδοση του όρου ως «προσαρμοστικότητα» ή «καταλληλότητα επιβίωσης», θεωρώ ότι αυτό οφείλεται σε μια σύγχυση (προερχόμενη πιθανόν από την έκφραση «survival of the fittest», που αποδίδεται ως επιβίωση του καταλληλότερου ή ικανότερου), γιατί στη βιολογία ο όρος «fitness» = αρμοστικότητα είναι τεχνικός και υποδηλώνει συχνότητα, ρυθμό εμφάνισης γονιδίων και μια συχνότητα είναι καθαρός αριθμός και όχι ιδιότητα ή συμπεριφορά ενός οργανισμού. Σχετικά με αυτό παραπέμπω στο βιβλίο του Douglas J. Futuyama «Εξελικτική Βιολογία», μετάφραση Λευτέρη Ζούρα, Δημήτρη Κολλάρου, Αντώνη Μαγουλά, Θανάση Μαχιά, Ευγενίας Ροΐδου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (1991), σελίδα 187. (…) Ακόμη θέλω να προσθέσω ότι οι όροι «προσαρμογή», «προσαρμοστική ικανότητα», «προσαρμοστικότητα» χρησιμοποιούνται πάγια στην ελληνική βιολογική βιβλιογραφία ως αποδόσεις των λέξεων «adaptation», «adaptivity», «adaptness».