Αμερικανική νύχτα


Καθώς ο 20ός αιώνας πλησιάζει στο τέλος του, αφήνοντας πίσω του δύο παγκοσμίους πολέμους, τεράστιες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, αλλά και τη γένεση μιας θαυμαστής νέας τέχνης ­ του κινηματογράφου ­, μερικοί από τους σπουδαιότερους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς, από τον Ντον Ντελίλο και τον Φίλιπ Ροθ ως και τον Τζον Απντάικ, φαίνεται να διακατέχονται από μια διάθεση απολογισμού, διάθεση που εκφράζεται με την επιστροφή τους στις μεγάλες αφηγήσεις, στα μυθιστορήματα-ποταμούς. Και δεν είναι τόσο ο όγκος των βιβλίων που ο ένας μετά τον άλλο καταθέτουν τα τελευταία τρία χρόνια ­ τα περισσότερα πολύ μεγαλύτερα των 600 σελίδων ­ όσο ο εξαιρετικά φιλόδοξος χαρακτήρας τους, δηλαδή η προσπάθειά τους να καλύψουν εξαντλητικά μια μεγάλη χρονική περίοδο, κατά κανόνα ολόκληρο τον αιώνα.



Ο Τζον Απντάικ με το πρόσχημα ενός οικογενειακού έπους, την ιστορία των Γουίλμοτ, διατρέχει τέσσερις ολόκληρες γενιές Αμερικανών, περνώντας τους ήρωές του μέσα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα που φεύγει. Από την οικονομική κρίση του ’30 ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από τη δεκαετία του ’60 και το Βιετνάμ ως τις ημέρες μας, ο Απντάικ προσπαθεί με την αξιοθαύμαστη σχολαστικότητα του ιστοριοδίφη να καλύψει αλλά και να σχολιάσει κάθε πτυχή της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Για να το πετύχει αυτό και για να αποφύγει τον σκόπελο της απλής παράθεσης γεγονότων, επιλέγει δύο κεντρικούς άξονες, δύο θεματικές ενότητες που διαρκώς αλληλοφωτίζονται και που καθ’ όλη την εξέλιξη του βιβλίου χρησιμοποιούνται ως ράγες πάνω στις οποίες κινείται με ασφάλεια η δαιδαλώδης αφήγησή του: Από τη μία, το θρησκευτικό συναίσθημα ή μάλλον η σταδιακή υποχώρησή του και η έκπτωσή του σε διάφορες μορφές θρησκευτικού φανατισμού, και από την άλλη, η ιστορία του κινηματογράφου, η άνθηση της νέας «θρησκείας» και τα τεκταινόμενα στο Χόλιγουντ, στην ­ όχι τυχαία ­ επονομαζόμενη «Μέκκα του κινηματογράφου».


Το Μες στην ομορφιά των κρίνων, λόγω του όγκου του και του πολυπρισματικού χαρακτήρα του, αντιστέκεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια συνοπτικής του παρουσίασης. Υπάρχουν ωστόσο δύο προνομιούχα σημεία, η αρχή και το τέλος του, τα οποία είναι απολύτως δηλωτικά του πνεύματος του βιβλίου. Η αφήγηση αρχίζει συμβολικά, με τα γυρίσματα μιας ταινίας του Ντέιβιντ Γκρίφιθ ­ από τους πρωτεργάτες της κινηματογραφικής τέχνης ­, κατά τη διάρκεια των οποίων το αστέρι του βωβού Μαίρη Πίκφορντ αισθάνεται μια αδιαθεσία και λιποθυμά. Την ίδια στιγμή η αφήγηση μεταφέρεται λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στο ιερό μιας εκκλησίας όπου ο αιδεσιμότατος Κλάρενς Γουίλμοτ νιώθει την πίστη του στον Θεό να τον εγκαταλείπει σε μια αποκαλυπτική στη θρησκευτικότητά της σκηνή.


Στο τέλος του βιβλίου, 80 χρόνια αργότερα, ο δισέγγονός του, ο Κλαρκ, βρίσκεται αποκλεισμένος από την αστυνομία και τα τηλεοπτικά συνεργεία σε ένα αγρόκτημα μαζί με δεκάδες άλλα μέλη μιας παρανοϊκής σέκτας, αποκλεισμός που καταλήγει σε ένα παραληρηματικό αιματοκύλισμα όταν ο γκουρού της οργάνωσης διατάσσει την αυτοπυρπόληση και την αλληλοεξόντωση των οπαδών του.


Οι ήρωες του Απντάικ, από τον ιερέα που χάνει την πίστη του στην αρχή του βιβλίου ως την εγγονή του που γίνεται σταρ του σινεμά, μετακινούνται στον χρόνο αλλά και στον χώρο, από τη βαθιά τυπική αμερικανική επαρχία προς τις μεγάλες μητροπόλεις, κουβαλώντας μαζί τους τα όνειρα και τις αμφιβολίες τους. Ο Απντάικ ελίσσεται με ευκολία από το συλλογικό στο ατομικό και αντίστροφα, ενσωματώνοντας παράλληλα στο εσωτερικό των ηρώων του τόσο το ρευστό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν και αντιδρούν όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογενειακής ιστορίας τους. Οι χαρακτήρες επικοινωνούν από γενιά σε γενιά, σαν πολύπλοκα συγκοινωνούντα δοχεία, και καθένας από αυτούς φέρει μέσα του το παρελθόν ως ενεργό φορτίο.


Ετσι η χαμένη θρησκευτική πίστη του παππού Γουίλμοτ μεταλλάσσεται σε υπαρξιακή ατολμία στον γιο του Τέντι, εξελίσσεται σε μια ναρκισσιστικού τύπου βεβαιότητα στην εγγονή του Εσι και ξεσπάει ως βίαιος θρησκοληπτικός παροξυσμός στον γιο τής Έσι, τον Κλαρκ. Μια συνεχής επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος, όπου τίποτε δεν χάνεται, τίποτε δεν πεθαίνει για πάντα και τίποτε δεν συγχωρείται οριστικά.


Το μυθιστόρημα κλείνει απαισιόδοξα, με διάχυτη την πικρία για ένα λαό που έχει χάσει τον προσανατολισμό του, μια χώρα που κυριαρχείται από την τηλεοπτική υστερία καθώς και από μια μεταφυσική δίψα που δεν βρίσκει διέξοδο παρά μέσα στην αυτοκαταστροφή. Το φως της κινηματογραφικής μηχανής προβολής μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, καταφύγιο του έκπτωτου ιερέα αλλά και σχεδόν όλων των ηρώων του βιβλίου, μοιάζει αδύναμο να υποκαταστήσει το φως της πίστης, όχι μονάχα της θρησκευτικής αλλά και της πίστης εν γένει, της πίστης στη ζωή, στην εργασία και στην ελευθερία, σε όλα όσα θεμελίωσαν κάμποσα χρόνια πριν την αμερικανική ουτοπία.


Η «Μέκκα του κινηματογράφου» θυμίζει όλο και λιγότερο τον άγιο τόπο της «νέας θρησκείας» και όλο και περισσότερο τη Βαβυλώνα. Μοναδική αχτίδα αισιοδοξίας οι τελευταίες φράσεις του βιβλίου, όταν μέσα από τις φλόγες και το μακελειό βγαίνουν σαν από την κόλαση οι λιγοστοί επιζήσαντες που, διόλου τυχαία, αποτελούνται αποκλειστικά από γυναίκες και παιδιά: «Τα παιδιά», αυτές είναι οι τελευταίες δύο λέξεις του μυθιστορήματος, το έσχατο καταφύγιο της ελπίδας.


Ο κ. Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Το σύνδρομο της Μαργαρίτας».