«Ω, η ζωή! Θα τη ζήσουν για μας οι υπηρέτες μας»! Η φράση αποδίδεται στους γάλλους αριστοκράτες του 18ου αιώνα. Δεν θα μπορούσαμε βέβαια να ισχυρισθούμε ότι ο Κωστής Παπαγιώργης ταυτίζεται με τους γάλλους αριστοκράτες αν και η Γαλλία αποτελεί, φαντάζομαι, ευδιάκριτο υπόστρωμα του ψυχισμού του, η στάση όμως αυτή, της αποστασιοποίησης δηλαδή από τα τεκταινόμενα, από την πραγματική ζωή και η εκ του μακρόθεν θέασή τους, είναι οπωσδήποτε αριστοκρατική και εκλεκτική.
Η επιλογή της απεμπλοκής από τον πραγματικό κόσμο δεν επισυμβαίνει ασφαλώς οικεία βουλήσει. Σε χρόνους απροσδιόριστους και συνάμα χαιρέκακους, διαπιστώνει κανείς ότι έχει καταστεί πλέον θεατής της ζωής και μάλιστα θεατής του εαυτού του, του οποίου τις κινήσεις παρακολουθεί εμβρόντητος πολλές φορές, και τις σπουδάζει. Κατορθώνει παρ’ όλα αυτά και αντιπαλεύει αυτή την οδυνηρή κατάσταση, η οποία εν τέλει μπορεί να ανατραπεί και να υπερνικηθεί. Ο,τι ακριβώς συμβαίνει στο «σύνδρομο αγοραφοβίας». «Δεν είχα φυσική αίσθηση της πραγματικότητας. Τα πιο αυτονόητα πράγματα έσπαζαν στα χέρια μου και γίνονταν θρύψαλα» εξομολογείται ευθύς εξ αρχής (σελ. 22) ο συγγραφέας. Και ενώ ο μικρός συνοδός του «είχε ξεραθεί στα γέλια», παρακολουθώντας μια ταινία με «μεταλλαγμένους», ο ίδιος δεν είναι ουσιαστικά σε θέση να ξεχωρίσει το ψεύτικο από το αληθινό. «Το παρόν με έφθειρε γιατί δεν ήταν στα μέτρα μου».
Εξομολογητικό το δοκίμιο αυτό του Κ.Π. έρχεται να συνοψίσει απόψεις και εμμονές του που εμπεριέχονται διάσπαρτες σε όλα τα δοκίμιά του και ιδιαίτερα στα «Περί μέθης», «Σιαμαία και ετεροθαλή», «Ιμερος και κλινοπάλη», «Ζώντες και τεθνεώτες», «Τα μυστικά της εμπάθειας» έτσι που να δημιουργεί έντονη αίσθηση μιας αυτοβιογραφικής έκθεσης, την οποία όμως με την αδιάλειπτη ειρωνεία του σκόπιμα διαβρώνει ώστε να δημιουργεί αμηχανία σε εκείνον που επιθυμεί να εντάξει υφολογικά το βιβλίο του. Αμηχανία την οποία ο Κ.Π. φαίνεται να διασκεδάζει. Ο συγγραφέας εξομολογείται αναπαριστάνοντας, κατά κάποιον τρόπο, τα παθήματά του. Εξάλλου και τη ζωή ως παράσταση, καθώς φαίνεται, τη βιώνει. «Ξένος και άπειρος απέναντι στο ίδιο μου το σώμα με κατέκλυζε η υποψία ότι παίζω τον παπά με τον εαυτό μου», ξεκινά την εξομολόγηση και παρακάτω, «δεν άντεχα την παράσταση της δημόσιας παρουσίας μου». Δεν κρύβει μάλιστα στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου τη ζήλεια του για όσους «πίνουν καφέδες χαζεύοντας τους περαστικούς», οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο «κλέβουν μερικές ώρες από τον Θεό, αφού αυτοί είναι «στο πετσί τους» και συμμετέχουν στο «παιχνίδι».
Κύριο όχημα σε αυτήν την έκθεση του εαυτού του, ενώπιον του αναγνωστικού κοινού – ακροατηρίου, καθίσταται ο ποιητικός τρόπος του και η ειρωνεία και μάλιστα στην έκφανσή της του αυτοσαρκασμού. Η όλη κατάθεση της περιπέτειάς του μαρτυρεί το βάθος, την ποιητική πυκνότητά του και την ειλικρινή τάση του να συντρίψει «την προσωπίδα του» ή να ρίξει «στο πάτωμα τα γαλόνια του». Δεν παραλείπει μάλιστα να καταφύγει παρά την προσποιητή αδιαφορία συγκίνησής του και στη νοσταλγική παιδική ηλικία στην Κύμη αφού, κατά πώς παραδέχεται αλλού, «ό,τι κολακεύει την ψυχή σέρνει πίσω τους ψιθύρους και περίπλοκα παραμύθια» (σελ. 150).
Η ειρωνική στάση του υπηρετείται από μια γλώσσα μεστή και ταυτόχρονα άμεση και χαριτωμένη. Δεν είναι βέβαια μόνον η γλωσσική του επάρκεια που αναδεικνύει την ειρωνεία του. Ο συγγραφέας έχει την ωριμότητα να καταθέτει τον στοχασμό του ανεπιτήδευτο και απλό. «Ο γιατρός, όπως όλοι οι σοβαροί άνθρωποι, είχε γελοιοποιήσει τη σοβαρότητα, τουλάχιστον για προσωπική χρήση». Ο αυτοσαρκασμός του είναι καίριος και ανελέητος. «Τη μισή μου ζωή την είχα περάσει χύμα, θεατριζόμενος σε ταβερνεία, κέντρα χαροκόπων και χαμαιτυπεία. Τώρα τι θα έκανα;» αναλογίζεται περίτρομος.
Στο Σύνδρομο αγοραφοβίας παρακολουθούμε τον συγγραφέα να εκθέτει τις περιπέτειες και τα παθήματα της ψυχής του, τις βάναυσες αυξομειώσεις της θερμοκρασίας της, καθώς και την παγίδευσή του στους σκοτεινούς μαιάνδρους της. Την ανεξέλεγκτη δηλαδή περιπλάνησή του που τον έφερνε μια στον πάτο του πηγαδιού και μια στην επιφάνειά του, ως την τελική ανάσυρσή του, η οποία συντελείται με την αποκατάσταση, θα έλεγα, της συνοχής του κόσμου. Σε τούτη την αποκατάσταση πρέπει να αποδοθεί μάλλον και το εξομολογητικό «σύνδρομο αγοραφοβίας», αφού, «κάθε φορά που χάλαγε η θερμοκρασία του έξω κόσμου, ήμουνα φειδωλός σε εξομολογήσεις και περιγραφές» καθώς ο ίδιος τονίζει (σελ. 86).
Σε όλο το βιβλίο ο Κ.Π. κατατρύχεται από τον τρόμο της διαφορετικότητας και της μοναδικότητάς του. Ζούσα με το αίσθημα ότι κατοικώ σ’ ένα χαμηλοτάβανο εγώ, κατάλληλο για άλλες εποχές. «Θέλει να γίνει «κοινός»». Επιθυμεί να ζήσει όπως οι άλλοι. Κάτι που στο τέλος του βιβλίου περιχαρής διαπιστώνει: «Ημουνα ένας από όλους. Τι μου έλειπε;». Είχε αποτολμήσει την έκθεση. «Οχι η απλή εμφάνιση πλέον το φευγαλέο πέρασμα σαν φτερό μέσα στην αγορά. Αλλά η σταθερή παραμονή».
Επρεπε προηγουμένως όμως για να γίνει «σαν κι αυτούς» να εκφορτωθεί όσα περιττά. Είχε ήδη πληρώσει γι’ αυτήν τη δυνατότητα να ψαύει στα βαθιά, να βαθυσκοπεί, όμως «οι θεοί ζηλότυπα δίνουν κάτι και ταυτόχρονα το παίρνουν πίσω στο δεκαπλάσιο».
Οφειλε λοιπόν να αποδώσει το τίμημα για την ασεβή ενδοσκόπηση των πραγμάτων και τη συνακόλουθη ύβρη του. Η αυτοκάθαρση ήταν που θα τον έκανε ικανό για την «πρώτη» θέαση, που θα τον καταξίωνε ως άξιο μαθητή του Χούσερλ. Εξάλλου όλοι αυτοί, οι ομοιοπαθείς συγγενείς, πέφτουν πάνω του και τον βαρύνουν. Από τον Νίτσε και τον Σπινόζα ως τον Φρόιντ, τον Χέγκελ, τον Ντοστογιέφσκι. Αλλά «άνθρωπος που δεν ξεσκαρτάρει τον εαυτό του πώς θα δει θεού πρόσωπο» αποφαίνεται.
Η ποθητή αφέλεια, η απλότητα προκύπτει με την αποδοχή των πραγμάτων στην αυθεντική τους νόρμα. Ολος ο αγώνας του συγγραφέα είναι αυτός της αυτοκάθαρσης. Ωστόσο υπάρχει «και ένας ακριβοθώρητος μεταβολισμός της ψυχής και των σπλάχνων όπου καίγονται τα αποθηκευμένα συσσωρεύματα πολλού καιρού».
Το άγχος του θανάτου, που διαποτίζει όλο το βιβλίο και αποτελεί τον κύριο λόγο γι’ αυτό το κρυφτούλι με την αλήθεια, υποχωρεί τη στιγμή της αποδοχής της πραγματικότητας. Πριν από την αποδοχή, πολυποίκιλες και άγριες φοβίες, καταφυγή στην προσφιλή μέθη, αποποίηση ενός εγώ επίμονου. «Αν είναι να γίνει η πτώση, ας γίνει να τελειώνουμε», αποφασίζει εν τέλει ο συγγραφέας. Τότε, επέρχεται η ίαση και η αποθεραπεία και αποδίδουν καρπούς οι αλλεπάλληλες συνεδρίες του ψυχοθεραπευτή. Η κατάφαση στη ζωή, η συμφιλίωση με τη ρουτίνα και το καθημερινό, η εγκόλπωση αξιών, απελευθερώνουν τον δεσμώτη.
Ο κ. Ανδρέας Μήτσου είναι συγγραφέας.