Η 20ή επανέκδοση ενός από τα κορυφαία μυθιστορήματα της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας, όπως είναι το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου, μορφής εμβληματικής για τη μοίρα μιας γενιάς και για το πολιτικό και πνευματικό ήθος σημαντικού μέρους αυτής της γενιάς, δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστη. Ο σχολιασμός της, εντούτοις, με φέρνει σε αμηχανία. Πώς και για ποιον σχολιάζεις ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν από 23 χρόνια, διαβάστηκε και συζητήθηκε πολύ, εγκωμιάστηκε και δίχασε ως προς την ερμηνεία του, μελετήθηκε επαρκώς και, κατά κάποιον τρόπο, κατέκτησε την οριστική του θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας μας (αν ο όρος «οριστική» ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις). Το «Κιβώτιο» τέλος πάντων είναι γνωστό.


Γνωστό σε πόσους και σε ποιους; Το ερώτημα εγγίζει την ουσία της αμηχανίας μου. Για ποιον γράφω αυτές τις γραμμές; Σε ποιον συστήνω ένα πολυδιαβασμένο και κριτικά μελετημένο μυθιστόρημα; Ούτε η αφορμή ούτε ο χώρος προσφέρονται σε μια επανακτίμηση του βιβλίου μέσα από έναν διάλογο με την κριτική που προηγήθηκε. Εξάλλου, δεν θα είχα να προσθέσω πολλά πράγματα, αλλά ούτε και να αναιρέσω τοποθετήσεις που τις θεωρώ έγκυρες ­ από τις πρώτες θερμές βιβλιοκριτικές αντιδράσεις ως τις πιο πρόσφατες μελέτες· νηφάλιες, διεξοδικές και διεισδυτικές. Εχω κατά νου πρωτίστως την πολυσέλιδη μελέτη του Δημ. Ραυτόπουλου που περιλαμβάνεται στη μονογραφία του «Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», η οποία κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση χρόνο από τις εκδόσεις «Σοκόλη». Αλλά και την ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Αλέξ. Αργυρίου στο σχετικό λήμμα, στον Β’ τόμο της «Ανθολογίας Μεταπολεμικής Πεζογραφίας» του ίδιου εκδοτικού οίκου· τη συζήτηση για τον Αλεξάνδρου που διεξήγαγαν με πρωτοβουλία της «Αυγής» οι Α. Φραγκιάς, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Α. Αργυρίου και η οποία δημοσιεύτηκε στα φύλλα της ίδιας εφημερίδας στις 10 και 12 Σεπτεμβρίου 1978· και επίσης τις εργασίες της Ρέας Γαλανάκη («Ο Πολίτης», Δεκέμβριος 1978) και της Λίζυς Τσιριμώκου (περιοδικό «Σπείρα», Φθινόπωρο 1986) ­ για να σταθώ σε ένα μικρό δείγμα κριτικού λόγου που αναπτύχθηκε με αφορμή το «Κιβώτιο». Και με την ευκαιρία αυτή, να εκφράσω τη λύπη μου που η νέα έκδοση του βιβλίου δεν συνοδεύτηκε από ένα παράρτημα με περιεκτική ανθολόγηση των σημαντικότερων κριτικών παρατηρήσεων για τον συγγραφέα και το έργο του. Το «Κιβώτιο» είναι το κατ’ εξοχήν μυθιστόρημα που έχει ανάγκη ερμηνευτικών σχολίων. Η κατανόησή του είναι προβληματική, ιδιαίτερα για τους νέους αναγνώστες, που συνήθως δεν είναι εξοικειωμένοι με το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται ο μύθος ή με τα περίπλοκα και δυσανάγνωστα ιδεολογικά σήματα που τον διαστίζουν. Αυτόν τον τύπο αναγνώστη έχω στο μυαλό μου γράφοντας ετούτες τις γραμμές. Και απευθύνομαι κυρίως στον αναγνώστη που δεν έχει διαβάσει το «Κιβώτιο». Για χάρη του, συνοψίζω την υπόθεση του μυθιστορήματος.


Σε ένα απόσπασμα 40 ανδρών αρχικώς, επιλεγμένων με αυστηρά κριτήρια από το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, ανατίθεται η επικίνδυνη αποστολή της μεταφοράς ενός κιβωτίου από την πόλη Ν. στην πόλη Κ. Η αποστολή είναι άκρως επικίνδυνη, καθώς η διαδρομή που χάραξε και ελέγχει ­ με τον ασύρματο ­ βήμα προς βήμα το Αρχηγείο διέρχεται από περιοχές που δεν ελέγχονται απολύτως από τις δυνάμεις του Δ.Σ. Στους αγωνιστές που μετέχουν της αποστολής ­ όλοι βαθμοφόροι, παρασημοφορηθέντες, έμπιστα και δοκιμασμένα μέλη του κόμματος ­ καθίσταται σαφές πως είναι εθελοντές σε αποστολή αυτοκτονίας. Παρά ταύτα, από τους 40 επιλεγέντες θα πάρουν μέρος στη θανάσιμη πορεία μόνο 35, καθώς 5 από αυτούς θα εκτελεστούν την παραμονή της αναχώρησης, ως ύποπτοι συμμετοχής σε αντικομματική, φραξιονιστική ομάδα.


Ολα αυτά υποτίθεται πως συμβαίνουν το καλοκαίρι του 1949, από τις 14 Ιουλίου που ξεκίνησε το απόσπασμα από την πόλη Ν. ως τις 20 Σεπτεμβρίου που ο μοναδικός επιζών παραδίδει το κιβώτιο στη στρατιωτική διοίκηση της πόλης Κ. Η αποστολή υποτίθεται πως είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, αφού από την έκβασή της θα κριθεί το αποτέλεσμα του αγώνα του Δ.Σ., όπως η ηγεσία διαβεβαιώνει τα μέλη της. Λέω «υποτίθεται», γιατί στην πραγματικότητα το καλοκαίρι του 1949 ο Δ.Σ. έχει ήδη ηττηθεί. Και στο μυθιστόρημα, το επτασφράγιστο κιβώτιο, όταν ανοίγεται τελικά, αποδεικνύεται πως είναι άδειο, δεν περιέχει απολύτως τίποτε.


Ο αναγνώστης που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο θα διερωτάται αν έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα του παραλόγου. Κατά κάποιον τρόπο, το «Κιβώτιο» είναι μυθιστόρημα του παραλόγου, αλλά με μια ρεαλιστική επίφαση. Ο Δ. Ραυτόπουλος, εύστοχα νομίζω, το χαρακτηρίζει μίμηση ρεαλισμού. Αλλά αν ο ρεαλισμός είναι μίμηση της πραγματικότητας, τότε το «Κιβώτιο» είναι μίμηση μιμήσεως. Η «πραγματικότητα» φθάνει στον αναγνώστη λανθασμένη, φιλτραρισμένη υπό την ταραγμένη συνείδηση του μοναδικού επιζήσαντος της αποστολής, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας της μοίρας της, και φυσικά ο αφηγητής. Η ιδιότητα αυτή χρειάζεται διευκρίνιση. Ο ανώνυμος αφηγητής δεν εξιστορεί την περιπέτειά του στον άγνωστο αναγνώστη, αλλά σε έναν άγνωστο ανακριτή. Η αφήγησή του έχει τη μορφή απολογίας. Οταν φθάνει στην πόλη Κ, όπου διαπιστώνεται ότι το κιβώτιο είναι άδειο, φυλακίζεται, χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία. Λίγες ημέρες αργότερα, ο δεσμοφύλακας ­ αμίλητος και απρόσωπος ­ αφήνει στο κελί του λευκές κόλλες χαρτί, αριθμημένες και σφραγισμένες με δυσανάγνωστη σφραγίδα, καθώς και τα λοιπά χρειώδη της γραφής. Ο κρατούμενος αντιλαμβάνεται ότι οι κόλλες αυτές προορίζονται για τη γραπτή απολογία του. Ο ανακριτής ουδέποτε εμφανίζεται και ουδέποτε αποκαλύπτει τις αντιδράσεις του στις γραπτές καταθέσεις του κρατουμένου, παρά τα τεχνάσματα του τελευταίου να τον παρασύρει σε κάποια αποκάλυψη των σκέψεών του.


Η απολογία του κρατουμένου (δεν είναι βέβαιο πως είναι κατηγορούμενος) αρχίζει με μια λεπτομερή εξιστόρηση της συγκρότησης του ειδικού αποσπάσματος και συνεχίζεται, ως τη μέση του βιβλίου, με την αφήγηση της πορείας του, κατά την οποία αποδεκατίζεται, είτε σε αιφνιδιαστικές μάχες και απρόβλεπτους βομβαρδισμούς είτε από συμπτωματικά ατυχήματα, τα οποία, σύμφωνα με τις εντολές του Αρχηγείου, που γίνονται εσωτερικός κανονισμός της ομάδας, οδηγούν τους ανίκανους να βαδίσουν σε αυτοκτονία με κυάνιο. Από το μέσο του βιβλίου και μετά, ο κρατούμενος, απελπισμένος από τη σιωπή του ανακριτή, εγκαταλείπεται σε μια συνειρμική αφήγηση των αναμνήσεών του, που γλιστράει από τις νωπές ακόμη εμπειρίες της αποστολής στη δράση του κατά την Κατοχή, για να επανέλθει στα πρόσφατα γεγονότα. Ετσι κι αλλιώς, η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη. Ο κρατούμενος / αφηγητής επανέρχεται σε προηγούμενες στιγμές, ανασκευάζει εκδοχές που είχε υποστηρίξει, αποκαλύπτει ψέματα που είχε πει ή γεγονότα που είχε αποκρύψει και τροποποιεί διαρκώς την απολογία του. Από ένα σημείο και πέρα αμφιβάλλει για όλα. Σε ποιον απολογείται; Κατά τη διάρκεια της πορείας, μια ιστορική Ολομέλεια του κόμματος ανέτρεψε τη δογματική ηγετική φράξια και τη θέση της πήρε άλλη ηγετική ομάδα, η σωστή, η γνησίως λενινιστική. Αλλά ο κρατούμενος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν κι αυτή η ομάδα δεν ανατράπηκε από μια νεότερη ιστορική Ολομέλεια και τώρα απολογείται σε έναν δογματικό ανακριτή ή αν η πόλη Κ. δεν έπεσε ξανά στα χέρια του εχθρού, οπότε απολογείται σε έναν κυβερνητικό ανακριτή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, ο αθέατος και αμίλητος ανακριτής παίρνει καφκικές διαστάσεις.


Καφκικές διαστάσεις παίρνει και ο ανώνυμος ήρωας ­ κρατούμενος ­ απολογούμενος ­ αφηγητής. Ως τη μέση του βιβλίου, πρόθεσή του είναι να αποσείσει τις ευθύνες του, να αποδείξει την αθωότητά του, να σώσει το τομάρι του. Από ένα σημείο και πέρα ούτε ο ίδιος ξέρει ­ ούτε ο αναγνώστης είναι βέβαιος ­ για ποιο λόγο συνεχίζει να γεμίζει τις λευκές κόλλες που του στέλνει ο ανακριτής. Απλώς γράφει. Νευρωσικά, ψυχαναγκαστικά, υπομανιακά, συνεχίζει να γράφει. Με λόγο συντακτικά και λογικά άψογο (καθότι μορφωμένος). Αλλά επιμένει με εξουθενωτική σχολαστικότητα σε απίστευτες λεπτομέρειες, ως εάν οι ασήμαντες αυτές λεπτομέρειες να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή του ή για την έκβαση του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Για να επανέλθει λίγο αργότερα στην ίδια λεπτομέρεια και να την ανασκευάσει το ίδιο σχολαστικά, μεθοδικά, με πλησμονή λογικοφάνειας. Η σχολαστική του ακριβολογία και η τερατώδης επιμονή του στη λογική ερμηνεία μιας πράξης ή μιας σκέψης του, οδηγούν, μέσα από μια παράδοξη διαλεκτική, στην αίσθηση που έχει ο αναγνώστης ότι διαβάζει ένα παρανοϊκό παραλήρημα. Την εντύπωση του λογικοφανούς παραληρήματος ενισχύει ο απίστευτα κάποτε μακροπερίοδος λόγος του, η καθ’ υπόταξιν σύνταξη και, περιέργως, η γλώσσα του, κυριολεκτική, συναισθηματικά ουδέτερη, που συχνά προσφεύγει σε λόγιους τύπους ή σε δημοσιογραφικά στερεότυπα, στους αντίποδες πάντως της ξύλινης γλώσσας των μηχανισμών μέσα στους οποίους διαμορφώθηκε και τους οποίους υπηρέτησε με παθολογική συνέπεια.



Ο λόγος του αφηγητή, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, συντάσσει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο. Κι ωστόσο δεν έχουμε την αίσθηση πως διαβάζουμε μια αυτοβιογραφία ή έστω μια αυτοπροσωπογραφία. Ο λόγος του, εν τέλει, διαλύει το πρόσωπό του, το εξαφανίζει. Μολονότι ανώνυμος ο αφηγητής, στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου μάς επιτρέπει να φανταστούμε κάποιο, οσοδήποτε υποτυπώδες, πρόσωπο. Η αφήγηση το διαλύει, ακόμη κι όταν γλιστράει στο κατοχικό παρελθόν του, που υποτίθεται πως είναι πιο χλωρό, πιο ανθρώπινο. Από εκείνη την περίοδο, είναι η αλήθεια, αναδεικνύονται κάποια πρόσωπα, σκιώδη έστω. Από την ομάδα αυτοκτονίας που μεταφέρει το κιβώτιο δεν αναδεικνύεται κανένα πρόσωπο. Το μόνο που μας δίνει ο αφηγητής είναι τα ονόματα των συντρόφων του, τους στρατιωτικούς τους βαθμούς, τον αριθμό παρασήμων που κέρδισε ο καθένας εξ αυτών, και τον τρόπο με τον οποίο πέθανε. Ισως ο θάνατος να είναι το μόνο πορτρέτο που ολοκληρώνει ο χρονικογράφος της εφιαλτικής αυτής περιπέτειας. Ο θάνατος και το κενό. Και δεν εννοώ μόνο το άδειο κιβώτιο, την απουσία μηνύματος. Εννοώ την απουσία νοήματος. Αν διαβάζω σωστά τη μελέτη του Ραυτόπουλου, η πορεία του αποσπάσματος αυτοκτονίας, η συνδεδεμένη με την έκβαση ενός αγώνα που στοίχισε χιλιάδες ζωές, είναι μια πορεία προς το μη-νόημα. Ή, τουλάχιστον, η καταγραφή αυτής της πορείας που διαβάζουμε στο «Κιβώτιο» είναι μια πορεία καταδικασμένη να καταλήξει στο κενό, στην αδειοσύνη. Αν το «Κιβώτιο» είναι μια τεράστια μεταφορά, μολονότι από τις σελίδες του απουσιάζει ο μεταφορικός λόγος, όπως παρατηρεί ο ίδιος μελετητής, τότε η μεταφορά (κυριολεκτικώς) του άδειου κιβωτίου γίνεται η μεταφορά (μεταφορικώς) του κενού της Ιστορίας, της απουσίας νοήματος από τας δέλτους της.


Παρά ταύτα, ο υποθετικός νέος αναγνώστης μου, που δεν έχει διαβάσει το «Κιβώτιο», που δεν έζησε τον Εμφύλιο και τους κομματικούς μηχανισμούς που μας ενέπλεξαν σ’ αυτόν, που ποτέ δεν υποψιάστηκε τον λαβύρινθο των ιδεολογικών γραναζιών μέσα στα οποία παγιδεύτηκαν και διαμελίστηκαν οι εθελοντές που πολέμησαν με τις αγνότερες των προθέσεων, καλό είναι να γνωρίζει πως το «Κιβώτιο», χωρίς να αναπαριστά την Ιστορία, γεννήθηκε από τα σπλάχνα της. Και ξαναγυρίζει στην Ιστορία ακτινοβολώντας τη με τον δυσοίωνο και δαιμονικό φωτισμό του. Για ένα πράγμα με έπεισε η πρόσφατη ανάγνωση του «Κιβωτίου», με αφορμή την 20ή του έκδοση: Οσες φορές κι αν το διαβάσει κάποιος, ποτέ δεν θα πάψει να εκπλήσσεται. Ποτέ δεν θα φθάσει στον πάτο της ερμηνείας του.


Ο κ. Σπύρος Τσακνιάς είναι κριτικός λογοτεχνίας.