«Οι τέσσερις γιοι του Ρούσβελτ πέρασαν από μπροστά μας συνοδεύοντας το φέρετρο της μητέρας τους. Η μυρωδιά του αλκοόλ ήταν ανυπόφορη. Ξαφνικά μου ήρθε στο νου μια φράση του Ρίλκε, «πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου». Ναι, πρέπει, ορκίστηκα στον εαυτό μου. Θα πήγαινα στη Ρώμη ή στην Αθήνα να γράψω τον «Ιουλιανό».
(Γκορ Βιντάλ, «Palimpsest»)
Ο Γκορ Βιντάλ περιπλανήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας αναλογιζόμενος μελαγχολικά τις μέρες του Ιουλιανού ως σπουδαστή στην Αθήνα. Εψαξε για ιστορικές πηγές στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας και το βιβλίο του ολοκληρώθηκε στη Ρώμη, στην Αμερικανική Ακαδημία. Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’60. Το καλοκαίρι του 1964 ο Ιουλιανός βρέθηκε στην πρώτη θέση της λίστας των best seller. Στη δεύτερη θέση ακολουθούσε «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» και στην τρίτη άλλη μια ψυχροπολεμική περιπέτεια.
Οταν ο Βιντάλ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1946 (βλ. «Το Βήμα», Βιβλία, 20-4-97) ήταν ακόμη εμφανής η επίδραση του πολέμου στο έργο του. Από το 1950 και μέχρι την ώριμη ηλικία του στράφηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα. Την πιο πετυχημένη του εκστρατεία στον ιστορικό κόσμο αποτελεί ο Ιουλιανός. Διακρίνεται ένας απόηχος των «Απομνημονευμάτων του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, από την οποία πιθανώς επηρεάστηκε. Πάντως δεν είναι λίγες οι αναφορές που γίνονται στον Αδριανό, ειδικά όταν ο Ιουλιανός επισκέπτεται την Αθήνα και ασκεί κριτική για τη στάση που τήρησε ο προκάτοχός του δύο αιώνες πριν από αυτόν. Η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία των Κένεντι. Ο Βιντάλ προσπάθησε να συνδέσει τη διανόηση με την αμερικανική πολιτική ζωή. Αν ο Νόρμαν Μέιλερ είχε πολιτικές φιλοδοξίες, ο Βιντάλ είχε προεδρικές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ιστορικά του μυθιστορήματα διαδραματίζονται στις αυλές των μεγάλων αμερικανών προέδρων. Ο Ιουλιανός, πίσω από το ιστορικό παραπέτασμα, δεν παύει να είναι άλλη μια αλληγορία για τις μεγάλες αυτοκρατορίες. Σημαντικό γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν η κρίση με την Κούβα, ενώ το 1963 δολοφονείται στο Ντάλας ο Κένεντι. Οι εχθροί της αμερικανικής αυτοκρατορίας αυξάνονταν δραματικά…
Οι διανοούμενοι διαφοροποιούνται. Η υποχώρηση του «σύγχρονου ρεαλισμού» στο μυθιστόρημα σήμαινε και την υποχώρηση των κριτικών επιχειρημάτων που θα επανέλθουν αργότερα, στη δεκαετία του ’70, με περισσότερη αμφισβήτηση. Το 1964 γράφεται το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε. Σκληρό και δημοσιογραφικό ύφος: είχε σημάνει η ώρα του σύγχρονου αμερικανικού μυθιστορήματος. Ο Βιντάλ, όπως ο Μπόουλς, o Μέιλερ και ο Μπέλοου, βρίσκεται στο μεταβατικό στάδιο, ανάμεσα στο γράψιμο του Μεσοπολέμου και της σύγχρονης αμερικανικής γραφής.
Λόγω του ιδιόμορφου έργου του, ο Βιντάλ δύσκολα κατατάσσεται σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία. Εργο προκλητικό και ασεβές. Πολλά ιστορικά μυθιστορήματα. Ακριβώς όμως για αυτά βρέθηκε έξω από τις μεγάλες κατηγοριοποιήσεις: το ιστορικό μυθιστόρημα ανέκαθεν ήταν υποτιμημένο και αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Γιατί όμως; Επειδή αμφισβητείται ευθέως από τον αναγνώστη που δεν έπαψε ποτέ να «παραμυθιάζεται» με την «αληθοφανή» διήγηση μιας σύγχρονης ιστορίας;
Από την άλλη, πώς να ανταγωνιστεί ένας σύγχρονος συγγραφέας τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα αναπλάθοντας την εποχή τους; Στη Βρετανία, όπου υπήρξε μεγαλύτερος προβληματισμός, δόθηκε κάποια λύση: ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος προσεγγίζει με σύγχρονο βλέμμα παλαιότερες εποχές αναλύοντας καταστάσεις που δεν εκφράστηκαν ή καταπνίχτηκαν. Στο κάτω κάτω, οι περισσότερες ερμηνείες κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς δόθηκαν στον 20ό αιώνα. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Τζον Φόουλς που ανακάτεψε το παλιό με το σύγχρονο μέσα στην ίδια ιστορία.
Ο όρος «ιστορικό μυθιστόρημα» έχει άμεση σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα και με την εποχή που γράφεται. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι μια ιστορική φιγούρα και ορισμένα πραγματικά γεγονότα. Αν οι ήρωες είναι φανταστικοί, τότε παραμένει ρεαλιστικό το ιστορικό πλαίσιο. Ολα ξεκίνησαν από τον Σκώτο Γουόλτερ Σκοτ και τον Αμερικανό Τζέιμς Φ. Κούπερ, με εμφανή πατριωτικά και εθνικιστικά κίνητρα. Στην Αγγλία το είδος ανέπτυξε ο Θάκερεϊ, ενώ στην Ευρώπη ακολούθησαν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Στεντάλ, ο Μαντσόνι κ.ά.
Βέβαια, οι συνεχιστές του Σκοτ δεν είχαν τις ίδιες προθέσεις με τους προκατόχους τους, όπως και οι σημερινοί συγγραφείς με τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Οι συγγραφείς του 19ου αιώνα τοποθετούσαν τις ιστορίες τους στο κοντινό παρελθόν για να εντοπίσουν τις κοινωνικές αλλαγές που είχαν γίνει στο μεταξύ. Σταδιακά τα ενδιαφέροντα και οι τεχνικές του ιστορικού μυθιστορήματος άρχισαν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες αφηγήσεις και έτσι το «παλιό» είδος συνέβαλε στη διαμόρφωση του μεγάλου ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα περιορίστηκε σε πιο εξωτικούς και αρχαιοπρεπείς χώρους (π.χ. η «Σαλαμπό» του Φλομπέρ) καθώς η περιγραφή των σύγχρονων ιστοριών γινόταν ολοένα και πιο νατουραλιστική.
Σίγουρα, η αναβίωση του παρελθόντος έχει να κάνει με ιδέες και σύμβολα. Πολλές φορές το ιστορικό μυθιστόρημα χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για τη συγκρότηση της έννοιας του έθνους – κράτους. Αν ένα έθνος δεν έχει κοινή συνείδηση της ιστορίας, τότε μπορεί να τη φανταστεί. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει και ο ιστορικός μυθιστοριογράφος.
Παραμένει το ερώτημα κατά πόσον οι ιστορικοί χαρακτήρες μπορούν να αποδοθούν ψυχολογικά. Πολλοί συγγραφείς έδιναν στα πρόσωπα του παρελθόντος ιδιότητες και χαρακτηριστικά σύγχρονων χαρακτήρων. Αυτό το είδος του αναχρονισμού μπορεί να αποβεί ακόμη και κωμικό, ενώ σε άλλους ο υποβιβασμός σήμαινε διακωμώδηση.
Ετσι, ενώ πολλοί συγγραφείς φοβούνται ότι «θα πλαστογραφήσουν» το παρελθόν χρησιμοποιώντας ξένο υλικό (παράδειγμα ο Τσίρκας, που δίσταζε να αναφερθεί στα γεγονότα του Εμφυλίου επειδή ζούσε στην Αίγυπτο), άλλοι καταφεύγουν με περισσή ευκολία στο μακρινότερο παρελθόν, για να ξανάρθουμε στον Βιντάλ.
Ο δυναμικός συγγραφέας, με το εύρος της πολυμάθειάς του και της ευρύτητας του πνεύματός του, δεν διστάζει να αναπλάσει τον 4ο μ.Χ. αιώνα χρησιμοποιώντας από τη μια τις ιστορικές πηγές και από την άλλη τη δημιουργική του φαντασία. Σίγουρα τον γοήτευσε η ανήσυχη και αιρετική προσωπικότητα του Ιουλιανού.
Στον «Ιουλιανό» δεν επιλέγει μονοδιάστατα μια τριτοπρόσωπη ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το βιβλίο «επιμελούνται» δύο άνθρωποι που γνώρισαν τον αυτοκράτορα: ο Πρίσκος που πολέμησε μαζί του και ο Λιβάνιος που υπήρξε μέντοράς του και του έγραψε τον επικήδειο. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες μέσω επιστολών και αιχμηρών σχολίων, που παρεμβάλλονται συνεχώς στο κύριο σώμα της αφήγησης, αναπλάθουν, σχολιάζουν και διαφωνούν γύρω από τη ζωή του Ιουλιανού 17 χρόνια μετά τον θάνατό του. Ετσι στην αφήγηση του βιβλίου επικρατούν δύο «τώρα»: αυτό των σχολιαστών και εκείνο του Ιουλιανού, ο οποίος προσπαθεί να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ο αναγνώστης μπορεί να δει πολύπλευρα τον χαρακτήρα του Ιουλιανού και να αποφασίσει κατά πόσον έχουν δίκιο οι τιμητές του.
Το φιλόδοξο βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Τα νεανικά χρόνια, Καίσαρας και Αύγουστος. Διαδραματίζεται απ’ άκρη σ’ άκρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και παραμένει ένα μοντέρνο αφήγημα, το οποίο αρκετές φορές ειρωνεύεται ακόμη και την ίδια την κατασκευή του. Δεν γυρίστηκε ποτέ ταινία του Χόλιγουντ, όμως οι περιγραφές του (πορείες, μάχες, στέψεις, το όργιο των ευνούχων κ.ά.) θυμίζουν σκηνές μιας μεγαλειώδους κινηματογραφικής ταινίας. Οι πληροφορίες που αντλούμε από το κείμενο είναι ουσιαστικές και ακριβείς και όπως δηλώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου «η συμβατική ιστορία είναι άνευ αξίας χωρίς την ιστορική φαντασία».
Ο «Ιουλιανός» αποπνέει τη ρομαντική γοητεία ενός ανθρώπου που αποπειράθηκε να αναχαιτίσει τον χριστιανισμό και να αναβιώσει τον ελληνισμό. Που διακήρυξε τη θρησκευτική ελευθερία στον κόσμο. Ενός ανθρώπου που ισχυριζόταν πως είδε «το φως», τον Ενα Θεό, τον Ηλιο – Μίθρα. Που απάγγειλε Ησίοδο και έβρισκε τον Πλάτωνα απόλυτα σαφή στις διατυπώσεις του. Που μέσα στα λουτρά της Νικομήδειας γνώρισε τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και τον Βασίλειο, οι οποίοι είχαν σταματήσει στην πόλη για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του Λιβάνιου. Ο Ιουλιανός δεν συμπάθησε ποτέ τον Γρηγόριο. Αραγε ήξερε τότε ότι θα υπερίσχυαν οι χριστιανοί (οι «Γαλιλαίοι» κατ’ αυτόν);
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του θα επέλθει το οριστικό τέλος των μυστηρίων. Η Ελευσίνα, όπου μυήθηκε, θα καταλήξει ένας τόπος περιδιάβασης, το μαντείο των Δελφών λεηλατημένο, ο ναός του Απόλλωνος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θυσίασε για πρώτη φορά ως Αύγουστος, ένα αμαξοστάσιο. Ο χριστιανισμός θα επικρατήσει οριστικά και όχι μόνον ως θρησκεία. Ο «Ασιάτης» (όπως αυτοαποκαλείτο) και «Γραικύλος» (όπως τον αποκαλούσαν χλευαστικά) Ιουλιανός κυνήγησε μια ουτοπία και σκοτώθηκε πολεμώντας τους Πέρσες.
Η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρει την απόλαυση ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος, γραμμένου με χιούμορ και οξυδέρκεια, που δεν φέρει καν τα ίχνη της δεκαετίας που γράφτηκε, σε αντίθεση με τα «σύγχρονα» μυθιστορήματα άλλων συγγραφέων που κουβαλάνε τον τόνο και το ύφος (ξεπερασμένο ενίοτε) της εποχής τους.
Τριάντα χρόνια μετά το γράψιμό του, το βιβλίο διατηρεί την ισχύ του. Χωρίς τους εξωτισμούς και τις ανώδυνες παραμυθολογίες του καιρού μας, χωρίς την ελαφρότητα των «ψευδοϊστορικών» μυθιστορημάτων, ο «Ιουλιανός» αποτελεί υπόδειγμα ιστορικής μυθιστοριογραφίας.
Ο μοναδικός ίσως αντίπαλός του «Κατά Βιντάλ Ιουλιανού» παραμένει ο Ιουλιανός του Καβάφη («Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε / τα νέα καμώματα του Ιουλιανού…»). Συνιστούμε στον αναγνώστη να μελετήσει τα πέντε ποιήματα «του κύκλου του Ιουλιανού» και να κάνει τις συγκρίσεις του.
Για τον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος στο σχολείο διδάχτηκε τον Ιουλιανό ως «Παραβάτη», η βιογραφία του Βιντάλ παρουσιάζει επιπρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας αγκαλιάζει με τρυφερότητα τον ανιψιό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, συνδέοντάς τον με τις απαρχές των θρησκειών και τις κοινές αναζητήσεις διαφορετικών πολιτισμικών κέντρων. Αυτή η υπεράσπιση της θρησκευτικής διαφοράς καθιστά τον «Ιουλιανό» μια πιθανή απειλή ακόμη και για τους σημερινούς «Γαλιλαίους».
Ο κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το μυθιστόρημά του «Τα νερά της Χερσονήσου» θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο από τις Εκδόσεις Κέδρος.