Ηεπανακυκλοφορία σε αναθεωρημένη, διευρυμένη μορφή, με πρωτότυπες εισαγωγές και σχόλια, των κλασικών πλέον Αναγνώσεων στις πηγές της μουσικής ιστορίας του Oliver Strunk μπορεί με ασφάλεια να χαιρετισθεί ως το μείζον εκδοτικό γεγονός στον χώρο της μουσικογραφικής παραγωγής του 1998 (η έκπληξη πάντα καλοδεχούμενη βέβαια!). Το έργο συντρόφεψε αρκετές γενιές προπτυχιακών σπουδαστών της Μουσικολογίας τόσο στις ΗΠΑ και στην Αγγλία όσο και αλλού, μια και παραμένει μοναδικό στη συγκέντρωση ιστορικών πηγών σε σύγχρονη γλώσσα, που είναι δυσπρόσιτες για λόγους είτε πρόσβασης είτε γλωσσικούς.
Η παρέλευση σχεδόν μισού αιώνα από την πρώτη κυκλοφορία του έργου επέτρεψε τη διαπίστωση σημαντικών μεταβολών και αναπροσδιορισμών του αντικειμένου και των μεθόδων της ιστορικής μουσικολογίας και δημιούργησε την ανάγκη καταγραφής των σχετικών διαπιστώσεων μέσω της αναθεωρημένης επανέκδοσής του.
Πέρα από την προφανή αξία του για τον προπτυχιακό φοιτητή και τον απαιτητικό φιλόμουσο, το έργο αποτελεί ένα εξαιρετικό τεκμήριο των εξελίξεων στην ιστορική μουσικολογική έρευνα, χρήσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο για την «ιστορία της ιστορίας» της μουσικής ή, για να το πω γενικότερα, τη σχέση ανάμεσα στην επιστημονική ιδεολογία του μουσικολόγου ερευνητή και στο αντικείμενο της παρατήρησής του.
Το πρώτο πράγμα που έλκει την προσοχή μας στη σύγκριση με την έκδοση του Strunk είναι το πιο αναλυτικό μοίρασμα της ιστορικής ύλης σε επτά τόμους (προς πέντε της παλαιάς) και η σχετική αλλαγή στην ταξινομία και στην ονοματοθεσία των ιστορικών περιόδων: Ι. Greek Views of Music, επιμέλεια Thomas Mathiesen, ΙΙ. The Early Christian Period and the Latin Middle Ages, επιμέλεια James McKinnon, ΙΙΙ. The Renaissance, επιμέλεια Gary Tomlinson, IV. The Baroque Era, επιμέλεια Margaret Murata, V. The Late Eighteenth Century, επιμέλεια Wye J. Allanbrook, VI. The Nineteenth Century, επιμέλεια Ruth Solie και VII. The Twentieth Century, επιμέλεια Robert Morgan. Στη νέα έκδοση: Η «Ελληνική θεώρηση της μουσικής», τίτλος του πρώτου κεφαλαίου στον Strunk, γίνεται τίτλος του πρώτου ξεχωριστού πλέον τόμου, με μια λεπτή όσο και σημαντική διαφοροποίηση: Ελληνικές θεωρήσεις της μουσικής. Οπως εξηγεί στην εισαγωγή του ο επιμελητής Mathiesen, η επαφή με τα αρχαία κείμενα αποκαλύπτει βέβαια στοιχεία μιας ενιαίας ελληνικής προσέγγισης στη μουσική, δεν μπορεί όμως να παραβλέψει κανείς την ποικιλία, ασυνέχεια και ιδιαιτερότητα των απόψεων που εκφράστηκαν εντός ενός, ούτως ή άλλως, τεράστιου χρονικού διαστήματος, από την κλασική εποχή ως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τα κείμενα που προστίθενται από τον Mathiesen στον «κανόνα» του Strunk (Πλάτων, Αριστοτέλης, Αριστόξενος, Κλεωνίδης, Αθήναιος) ανήκουν στον Γαυδέντιο, στον Αριστείδη Κουιντιλιανό και στον Σέξτο Εμπειρικό και τεκμηριώνουν εμφατικά τον πληθυντικό του τίτλου (θεωρήσεις).
Κεντρικό γνώρισμα όλων των εισαγωγικών κειμένων της νέας έκδοσης είναι ο ερωτηματικός χαρακτήρας τους. Αυτό όμως που χάνεται ως βεβαιότητα κερδίζεται ως πρόκληση και ερέθισμα. Η μουσική ιστορία της δεκαετίας του ’90 είναι πολυεπίπεδη, κατακερματισμένη, ταυτόχρονα πιο επιθυμητή στην ετερότητά της, πιο οδυνηρή στην απόστασή της, λιγότερο προβλέψιμη και γι’ αυτό πιο επικίνδυνη για τα αυτονόητα που μας υποχρεώνει να εγκαταλείψουμε και τις νέες παραδοχές προς τις οποίες μας οδηγεί. Η Ιστορία αδυνατεί πια να στηρίξει τις μεγάλες ομοιογενείς αφηγήσεις, οι οποίες προϋπέθεταν τον κεντρικό έλεγχο της ενιαίας και συμπαγούς οπτικής γωνίας ενός παρατηρητή.
Ο ιστορικός λόγος δύσκολα πείθει πλέον ως λόγος νομιμοποιητικός θεσμών εξουσίας, όπως η Εκκλησία: η παλαιά καθησυχαστική αφήγηση της ιστορίας της καθολικής μουσικής, με τον εστιασμό στην πολυφωνία και στη σταδιακή εξέλιξή της, το μοτίβο της σωτηρίας της «καλής» εκκλησιαστικής πολυφωνίας από τον Palestrina κλπ., θρυμματίζεται: αποκαλύπτεται αντ’ αυτής η σημαντική παράλληλη παρουσία της σολιστικής παράδοσης στην Αναγέννηση (όπως και στον Μεσαίωνα), ο ρόλος της οποίας ήταν ίσως πιο σημαντικός στην αντίληψη των συγχρόνων από αυτόν της εκ των υστέρων υπερτιμημένης πολυφωνίας (από τους εμφατικά επαναλαμβανόμενους μύθους της πτωχοσυγγενικής ωδειακής μας παιδείας).
Η διαφορά μεταξύ σχηματικά παλαιάς και νέας Ιστορίας αντανακλάται στα κριτήρια επιλογής των πηγών στις δύο εκδόσεις. Στον Strunk η παράθεση του Tinctoris, του Castiglione και του Λουθήρου, για να παραμείνουμε στον 16ο αιώνα, τεκμηριώνει την χαρακτηριζόμενη σήμερα κυρίαρχη αντίληψη για την «κλασική πολυφωνία»: παρακολουθεί την ομαλή ιστορική διαδρομή μιας αντικειμενοποιημένης έννοιας «αντίστιξης», από τον πρώτο αναγεννησιακό σταθμό της (Tinctoris) ως την παραδειγματική της κωδικοποίηση (Zarlino), εντάσσει τη μουσική στην αυλική κοινωνία της εποχής (Castiglione, Peacham) και στο γενικότερο πνευματικό πλαίσιο, με την αναφορά στη Μεταρρύθμιση και στην Αντιμεταρρύθμιση (Λούθηρος, Καλβίνος, Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’). Στη νέα έκδοση η στέρεα ορολογία του Strunk δίνει τη θέση της στην εννοιολογική καχυποψία του Tomlinson: ο τελευταίος εισάγει το εννοιακό ζεύγος περιγραφικός / κανονιστικός, προτείνοντας το πρώτο για την προσέγγιση του Tinctoris, το δεύτερο για αυτήν του Zarlino.
Χαρακτηριστικά του πνεύματος του συγκεκριμένου τόμου αλλά και όλης της σειράς είναι τα κεφάλαια που προστίθενται από τον Tomlinson, με αντικείμενο «Μουσική, μαγεία, γνωστικισμός» (Ficino) και τις αναφορές σε «άλλους μουσικούς κόσμους» (Περού, Κονγκό, Κίνα, αλλά και κλασική Ελλάδα), που ante litteram δίδουν τα πρώτα δείγματα «αυτού του ιδιαίτερου δυτικού προγράμματος που σήμερα αποκαλούμε εθνογραφία».
Πουθενά ίσως δεν είναι πιο έκδηλη η μεταβολή της σύγχρονης στάσης, στην οποία αναφέρεται εισαγωγικά ο Treitler, από το αίσθημα οικειότητας σε αυτά της αποξένωσης και ετερότητας, όσο στους τρεις τελευταίους τόμους. Ο Allanbrook ξεκινά το κείμενό του με την αιτιολόγηση του τίτλου Ο ύστερος 18ος αιώνας και την απαλειφή του όρου «κλασική» ως χαρακτηρισμού για τη μουσική της περιόδου αυτής: είτε ως αίτημα διαδοχής ένδοξου παρελθόντος είτε ως εξιδανίκευση του παρελθόντος με στόχο την ελεεινολόγηση του παρόντος, ο όρος χρησιμοποιήθηκε πάντα υπό την άρρητη παραδοχή της ιστορικής συνέχειας, αλλά και υπό τη βεβαιότητα της γνώσης χειρισμού του «κλασικού» προτύπου. Ο Allanbrook παραδίδει μια πολύ πιο σύνθετη και ιστορικά ενδιαφέρουσα περιγραφή της περιόδου, που επιδιώκει να εγγράψει τους τρεις «κλασικούς» (Haydn, Mozart, Beethoven) στην εποχή τους και παράλληλα να αναδείξει τα κρίσιμα χαρακτηριστικά που τη συνέχουν: ο κεντρικός ρόλος της Ρητορικής για τη διαμόρφωση μιας αντίληψης μορφής που στηρίζεται στη δυναμική χειρονομία και στην παρατακτική, διαδικαστική λογική και όχι σε μια στατική έννοια μορφής με αρχιτεκτονικά μέρη που περιμένουν να πληρωθούν με περιεχόμενο, η κυριαρχία του παραδείγματος της φωνητικής μουσικής, η καταλυτική επίδραση της opera buffa στην αποκρυστάλλωση των εκφραστικών μουσικών μέσων, η γέννηση της ιστορικής συνείδησης με την εμφάνιση του μουσικοϊστορικού λόγου (Forkel, Burney).
Ηπαρακολούθηση της πορείας της opera buffa από τη λαϊκότητα του ναπολιτάνικου ύφους στη δαιμονικότητα του «Ανιψιού του Rameau» και του Don Giovanni, τέλος στη νοσταλγία για τη χαμένη Αρκαδία (Hoffmann / Ρομαντισμός) περιγράφει το πέρασμα από το τέλος του 18ου στον 19ο αιώνα.
Ο τόμος Ρομαντική μουσική είναι ο πέμπτος και τελευταίος στην πρώτη έκδοση. Η διεύρυνση των θεματικών ενοτήτων είναι εδώ χαρακτηριστική: τα δύο κεφάλαια του Strunk («Λογοτεχνικοί πρόδρομοι του ρομαντισμού» και «Συνθέτες – κριτικοί του 19ου αιώνα») γίνονται έξι στην έκδοση της Ruth Solie («Ο ρομαντικός καλλιτέχνης», «Η μουσική του μέλλοντος», «Μουσικοκριτική», «Μουσικό νόημα και εκφραστικότητα», «Μουσική θεωρία και παιδαγωγική», «Μουσικές συναντήσεις»). Οι λόγοι της θεματικής διεύρυνσης και της αποσιώπησης του όρου «ρομαντική» (μουσική / εποχή) στον τίτλο είναι ότι ο όρος θεωρείται περιοριστικός από τη Solie: ενώ φιλοδοξεί να αφορά έναν ολόκληρο αιώνα, στην ουσία εγγράφεται στη στενή οπτική του συνθέτη (κατά προτίμηση μεγαλοφυίας) αφήνοντας απέξω σημαντικές κοινωνικές και φιλοσοφικές αλλαγές της εποχής, όπως η άνοδος της μεσαίας τάξης, η εμφάνιση του θετικισμού και του ιστορισμού, η ανάπτυξη του «γούστου» ως αισθητικού αντίστοιχου της δημιουργίας, η εμφάνιση της μουσικοκριτικής, η βιομηχανοποίηση και η εμφάνιση της έννοιας των πνευματικών δικαιωμάτων.
Ολόκληρος ο τόμος για τη μουσική του 20ού αιώνα αποτελεί προσθήκη της νέας έκδοσης. Ο μη οριστικός, μη παραδειγματικός, μη κανονιστικός χαρακτήρας της συλλογής αποτελούν στον τόμο αυτόν κυρίαρχο στοιχείο. Το υλικό που συγκέντρωσε ο επιμελητής Robert Morgan είναι χαρακτηριστικό, δίχως όμως την απαίτηση να είναι αντιπροσωπευτικό (επικεφαλίδες: «Αισθητικές θέσεις», «Διεύρυνση του ηχητικού υλικού», «Συνθετικές προσεγγίσεις», «Μουσική, κοινωνία, πολιτική», «Διεύρυνση των ορίων της δυτικής μουσικής» και «Συναυλιακή ζωή, πρόσληψη και η πολιτιστική βιομηχανία»).
Η ταυτόχρονη συνύπαρξη πολλών γεωγραφικών και ιστορικών παραδόσεων, η εμπλοκή μουσικής και κοινωνίας και η μετατροπή των ακροατών σε καταναλωτές, η δίχως προηγούμενο έμφαση στο στοιχείο της πρωτοπορίας και του πειραματισμού, η πρωτοφανέρωτη αφθονία κειμένων για τη μουσική από συνθέτες και μουσικολόγους είναι κάποια από τα θέματα που τεκμηριώνει η επιλογή κειμένων του Morgan.
Η νέα έκδοση των Αναγνώσεων στις πηγές της μουσικής ιστορίας, πέρα από τεκμηρίωση της μουσικής ιστορίας, αποτελεί η ίδια, ιδίως από τη στιγμή που θα αντικαταστήσει στο ράφι την πρώτη έκδοση, του Strunk, μνημειώδη τεκμηρίωση της «Νέας Μουσικολογίας». Εννοιες που παρέλειψα, όπως φυλετικότητα (gender), μειονότητες, ιστορική ερμηνεία, η οπτική των ακροατών σε σύγκριση με την οπτική των δημιουργών, πρόσληψη (perception) μαζί με τις έννοιες του «ανοικτού», της αποσπασματικότητας, της αποξένωσης κλπ. στις οποίες ήδη αναφέρθηκα, τροφοδοτούν την προσέγγιση και την επιλογή των κειμένων στους τόμους της νέας έκδοσης. Είναι έννοιες κεντρικές στην προσπάθεια της κυρίως αμερικανικής «Νέας Μουσικολογίας» να χαράξει ένα δρόμο που να πλησιάζει περισσότερο τη σύγχρονη μητροπολιτική ευαισθησία και ταυτόχρονα να συγχρονιστεί με τον βηματισμό των άλλων επιστημών και τον γενικότερο επιστημολογικό προβληματισμό του δικού μας fin de siècle.
Ο κ. Πάνος Βλαγκόπουλος είναι μουσικολόγος, συνεργάτης της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη.