Τι ακριβώς διαδέχθηκε την αποικιοκρατία; Για όποιον επιθυμεί να κατανοήσει τις προεκτάσεις της πρόσφατης ανάφλεξης στις αραβικές χώρες είναι ένα σημαντικότερο ερώτημα σε σχέση με τα του Ισλάμ και του προφήτη. Όχι γιατί η θρησκεία είναι αμελητέος παράγων, αλλά γιατί στις εν λόγω κοινωνίες εμπλέκεται ακόμη αξεδιάλυτα με την πολιτική. Και η πολιτική πραγματικότητα της μετα-αποικιακής πεντηκονταετίας είναι το κλειδί για την ανάγνωση του σήμερα.
Η εμπειρία δεν είναι βέβαια ίδια παντού. Η Τυνησία και η Αλγερία πέρασαν ευθέως από τη γαλλική κυριαρχία στην ανεξαρτησία το 1956 και το 1962 αντίστοιχα, η πρώτη αναίμακτα, η δεύτερη μέσω ενός «άγριου πολέμου για την ειρήνη», σύμφωνα με τον εύγλωττο τίτλο του Άλιστερ Χορν (A Savage War of Peace, NYRB Classics, 2006), ο οποίος τραυμάτισε την πρώην αποικία και έθεσε σε σκληρή δοκιμασία τους δημοκρατικούς θεσμούς της Γαλλίας. Η Συρία, η Αίγυπτος και η Λιβύη υπήρξαν λίγο-πολύ ανεξάρτητες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τυπικά δημοκρατικές από το 1930, το 1952 και το 1969.
Στη θεωρία σε όλες τις περιπτώσεις νέες ηλικιακά, μορφωμένες πολιτικές ελίτ αναδύονταν προκειμένου να μεταφυτεύσουν φιλόδοξα αξίες της Δύσης (πολιτικό φιλελευθερισμό, εκκοσμίκευση, σοσιαλισμό) σε κοινωνίες πρόθυμες να γυρίσουν σελίδα σε σχέση με ένα παρελθόν εκμετάλλευσης και ανέχειας. Στην πράξη οι εν λόγω ηγεσίες μετεξελίχθηκαν είτε άμεσα είτε σε δεύτερο χρόνο σε αυταρχικές οικογενειοκρατίες (Μπεν Αλί στην Τυνησία) ή στρατοκρατικά καθεστώτα (Καντάφι στη Λιβύη): οι Άσαντ, πατέρας και γιός, στη Συρία, ο Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, τα συνδύασαν αμφότερα με άκρα επιτυχία.
Η πατερναλιστική αντίληψη μιας εξουσίας «ελέω λαού», με πρόσχημα τη βούληση του οποίου κυβερνά κανείς αιώνια και από την οποία αποχωρεί μόνο βαριά άρρωστος ή νεκρός, έφθειρε ακόμη και μορφές όπως ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, λαοφιλής (στρατιωτικός) ηγέτης της Αιγυπτιακής Επανάστασης του 1952, ή ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, πρώτος πρόεδρος της Τυνησίας. Οι υπόλοιποι εισήγαγαν εργαλειακά έννοιες του δυτικού λεξιλογίου και θεσμικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να καταστούν ιδανικοί διαμεσολαβητές μεταξύ Δύσης και Μέσης Ανατολής, καρπούμενοι τα οφέλη για τον στενό τους κύκλο – πάνω κάτω ό,τι ακριβώς έκαναν και οι μοναρχίες Ιορδανίας, Σαουδικής Αραβίας και λοιπών εμιράτων…
Το γεγονός ακριβώς ότι η νεωτερικότητα δεν αναπτύχθηκε οργανικά στον αραβικό κόσμο, αλλά εισέβαλε με άνωθεν επίνευση, ταυτιζόμενη με αμφιλεγόμενα πρόσωπα και πρακτικές τόσο επί αποικιοκρατίας όσο και στη συνέχεια, εξηγεί το γιατί εξακολουθεί να είναι ύποπτη σε εκτεταμένα στρώματα του πληθυσμού, ιδίως τα πιο συντηρητικά: ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου του αμερικανού δημοσιογράφου Λόρενς Ράιτ The Looming Tower (Penguin, 2007) παρακολουθεί βήμα προς βήμα την παραμονή του αιγύπτιου παιδαγωγού, ισλαμιστή συγγραφέα και μετέπειτα ιδρυτή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Σαγίντ Κουτμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες την περίοδο 1948-1950 ως διαμορφωτική εμπειρία ενός λόγου κριτικού προς τα αραβικά καθεστώτα της εποχής του – αλλά παράλληλα πλήρως απορριπτικού των δυτικών αξιών, προαγωγών υλισμού, ηδονισμού και βίας. Ο πολιτικός ισλαμισμός αναπτύχθηκε ως αντίπαλο δέος ενός συλλογικού πολιτισμικού σοκ.
Εν τέλει, η κληρονομιά της πεντηκονταετίας των ηγετών του αραβικού εθνικισμού (άλλο ένα ανεξόφλητο δυτικό δάνειο) αποδείχθηκε μια ολιγαρχική ευημερία με άψογα εκσυγχρονισμένους κατασταλτικούς μηχανισμούς: διόλου παράξενο που οι αραβικές επαναστάσεις του 2011 παίζουν στα δάχτυλα τα social media λοξοκοιτάζοντας ταυτόχρονα προς τον ισλαμισμό, είτε μετριοπαθή είτε σαφώς αντιδυτικό. Σε μια γεωγραφική περιοχή δημογραφικής έκρηξης, με τεράστιες διαπιστωμένες ανισότητες πλούτου, παγιωμένα θεσμικά χάσματα, κοινωνικούς αποκλεισμούς, περιχαρακωμένες ομάδες εξουσίας, πολιτεύματα ενός ανδρός αρχής, το μείγμα μοιάζει μάλλον εύφλεκτο, παρά την ευρύτατη περυσινή λαϊκή κινητοποίηση. Η «Αραβική Άνοιξη» ενδεχομένως να υπήρξε άνοιξη μόνο ημερολογιακά.