Τον Ξένο του Καμύ τον διάβασα πρώτη φορά όταν πήγαινα Α’ Γυμνασίου. Στα γαλλικά. Ήταν η εποχή που ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις Delf A1-A4. Τον ρούφηξα μέσα σε δύο ώρες. Όχι, ψέματα. Εκείνος το έκανε. Το βλέμμα μου έτρεχε πάνω στα τυπωμένα γράμματα με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Έκτοτε τον διάβασα αμέτρητες φορές και στα ελληνικά και στα γαλλικά. Τον δώρισα σε φίλους, τον έχασα ανάμεσα στις διάφορες μετακομίσεις μου μα πάντα κατέληγα σε αυτόν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Όπως είναι λογικό, όταν έμαθα πως ανεβαίνει παράσταση μια θεατροποιημένη εκδοχή του Ξένου, έσπευσα να την δω.

Βγήκα από το ταξί και κοντοστάθηκα στην είσοδο του θεάτρου. Με μια αγωνία σαν να πηγαίνεις να συναντήσεις τον μεγάλο έρωτα της ζωής σου που έχεις χρόνια να τον δεις. Είναι όπως τον άφησες; Περνάει καλά; Σε θυμάται όσο συχνά τον θυμάσαι εσύ; Και μια γλύκα. Αυτή η γλύκα που σου δένει το ένα πόδι στο παρελθόν καθώς το άλλο προσπαθεί να πατήσει στο μέλλον. Πέντε λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση αποφάσισα να κατευθυνθώ προς το ταμείο. Η κοπέλα με μια ευγενική χειρονομία στον αέρα μου έδειξε τον δρόμο ανοίγοντας την πόρτα. Η σκηνή σε επίπεδο δαπέδου και γύρω της αμφιθεατρικά οι θέσεις του κοινού. Αποφάσισα να κάτσω στο κέντρο, στην πρώτη σειρά. Δεν άργησαν να με ζώσουν τα φίδια. Δυο στημένα αναλόγια τυλιγμένα με μαύρο διάφανο ύφασμα κι ένα αρμόνιο παρατημένο μπροστά μου, στην μέση της σκηνής, καλυμμένο με ένα μαύρο τούλι. Αμηχανία. Αυτό θυμάμαι. Η ώρα περνούσε και ήμουν μονάχη. Δεν ξέρω ποιος διάβασε τη σκέψη μου αλλά μετά από λίγα λεπτά έκαναν την είσοδό τους στον χώρο μια νεαρή κοπέλα κι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Επέλεξαν την ίδια πλευρά με εμένα. Κι άλλη αναμονή. Τόση που άρχισα να νιώθω δυσφορία. Αν είχαν καθίσει αριστερά ή δεξιά, το σκηνικό θα θύμιζε κάτι από τον Μερσώ καθώς ξαγρυπνούσε την νεκρή μητέρα του με τους τρόφιμους του γηροκομείου να στέκονται απέναντί του σαν άλλοι δικαστές.

Μες στην απόλυτη σιωπή, ακούστηκαν τρία παρατεταμένα μπιπ. Τα φώτα έσβησαν. Μια εκκωφαντική μουσική σαν rock μοιρολόι μού τρύπησε το τύμπανο. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα στο σκοτάδι γιατί όταν άνοιξαν οι προβολείς κι ο χώρος λούστηκε με δυνατό φως, τα μάτια μου αυτομάτως δάκρυσαν. Με δυσκολία διέκρινα την ηθοποιό που πήρε την θέση της πίσω από το αναλόγιο. Ντυμένη στα μαύρα, με ένα τεράστιο κόκκινο “Α” στο δεξί μέρος του στήθους κι έναν σταυρό ζωγραφισμένο στο μέτωπό της από κόκκινο κραγιόν. Λυπάμαι αλλά αδυνατώ να περιγράψω πώς πέρασαν τα επόμενα 90 λεπτά. Το σοκ που υπέστην δεν με αφήνει να βάλω τα γεγονότα στη σωστή σειρά. Ο Ξένος είχε θεατροποιηθεί με standards αφήγησης παραμυθιού από γιαγιά σε εγγόνι. Η ηθοποιός απήγγειλε διαλόγους με διάφορες αστείες φωνές, συχνά μπερδεύοντάς τες παρασυρόμενη από το πάθος της ερμηνείας.

Λένε ότι επιτυχία στο θέατρο είναι να νιώσει ο θεατής πως παίρνει μέρος στην παράσταση. Και σας διαβεβαιώ πως κάτι τέτοιο συνέβη. Σε επικίνδυνο βαθμό. Όταν άκουσα την ηθοποιό να υποδύεται τον Μερσώ σαν έφηβη που μυξοκλαίει γιατι την έχουν τρελάνει οι ορμόνες της, θέλησα να ορμήσω πάνω της όπως ο ήρωας στον ιερέα μες στο κελί λίγο πριν την εκτέλεσή του. Να την πιάσω από τον λαιμό και να αδειάσω στο πρόσωπό της όλη την αγανάκτησή μου για την κακοποίηση του έργου. Πώς είναι δυνατόν να παρουσιάζεις τον Μερσώ σαν υστερικό μικροπρεπή άνθρωπο; Εκείνον που αδιαφορεί για τα πάντα και οι μόνες ενδείξεις πάθους αφορούν καθημερινές απολαύσεις και την αρμύρα από τα μαλλιά της Μαρί; Εκείνον που δείχνει παντελή έλλειψη συναίσθησης και μιλά παρά μόνο όταν έχει κάτι να πει; Προσπάθησα να συγκρατηθώ. Ακόμα κι όταν η ηθοποιός ερωτοτροπούσε με τον τοίχο υπό τον ήχο hardcore metal τραγουδιών.

Η παράσταση τελείωσε με εκείνην στα γόνατα μπροστά από το αρμόνιο, τυλιγμένη στο μαύρο τούλι και τα χέρια σε διάσταση όπως ο Εσταυρωμένος. Δεν χειροκρότησα. Αντ’ αυτού δάγκωνα το εσωτερικό της παλάμης μου. Βγήκα γρήγορα από το θέατρο, εμφανώς εκνευρισμένη. Με την απογοήτευση που θα είχες αν διαπίστωνες πως ο μεγάλος έρωτας της ζωής σου δεν σε αναγνώρισε. Έχει αλλάξει, έχει προχωρήσει, σε έχει ξεχάσει. Κι εγώ από τότε προσπαθώ να ξεχάσω αυτό που έζησα. Αλλά δεν μπορώ. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι δουλειά είχε το αρμόνιο στο σκηνικό. Ω ναι, θα μπορούσε να ήταν μια καλή παράσταση. Αν δεν είχες διαβάσει πρώτα το βιβλίο. Διάβολε!