Ήταν μια συζήτηση για τον δημόσιο χώρο, έλαβε όμως χώρα μεταφορικά. Μιλώντας περί βίας κατά κτιρίων, βίας κατά ανθρώπων και βίας μεταξύ ανθρώπων, το σημείο τομής του διαλόγου της περασμένης εβδομάδας ήταν ο τόπος: το πεδίο των συμβάντων και η σημασία του. Πέρα από τα όρια της παραπάνω συζήτησης, αν μια πτυχή της αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας για τον δημόσιο χώρο εξακολουθεί να παραμένει τόσο εντυπωσιακή όσο και δυσεξήγητη, αυτή είναι η αδυναμία της να τον κατανοήσει ως κοινό αγαθό.
Μια πρόχειρη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι η πλεγματική σχέση με το κράτος, κατεξοχήν φορέα και εκφραστή του δημοσίου χώρου. Αν αντί ενός κράτους δικαίου ο πολίτης αντιλαμβάνεται την πολιτεία ως αυθαίρετη εξουσία χαλαρώνει η αίσθηση του ανήκειν, μειώνεται ο βαθμός ταύτισης μαζί της. Ο δημόσιος χώρος σε αυτή την περίπτωση δεν αποτελεί κοινή περιουσία ούτε ευθύνη του κοινωνικού συνόλου, δεν έχει καν νόημα: από χώρος κοινός λογίζεται ως χώρος κενός, ο οποίος ανήκει σε κάποιον ανταγωνιστή – και μάλιστα ισχυρό ανταγωνιστή, τον οποίο επιτρέπεται κανείς να αντιμετωπίσει δια της τεθλασμένης οδού. Η διαχρονική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολίτη κάνει τον τελευταίο να αντιλαμβάνεται τελικά την κοινότητα μέσω της ιδιοποίησης – με καταπατήσεις, αυθαίρετα, εμπρησμούς.
Η σύγκριση ακριβώς με το ιδιωτικό παραπέμπει σε μια παράλληλη διάσταση του προβλήματος. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου στην ελληνική κοινωνία δεν έχει να κάνει μόνο με τη σχέση ατομικού – συλλογικού, αλλά και με την πολιτισμική διάστιξη μεταξύ καθαρού και βρόμικου. Για σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας οτιδήποτε βρίσκεται εκτός οικίας, εκτός οικογένειας, εκτός του καθορισμένου, πειθαρχημένου και ελεγχόμενου ιδιωτικού χώρου, ταυτίζεται με το βρόμικο. Τα αδέσποτα ζώα είναι βρόμικα όχι επειδή δεν έχουν εμβολιαστεί, αλλά επειδή «κοιμούνται έξω». Τα φαγητά που δεν είναι σπιτικά εξ ορισμού θα ανήκουν σε κατώτερη κατηγορία υλικών, άρα είναι εξοβελιστέα. Ο άστεγος ή ο τοξικομανής συνδέεται εκ προοιμίου με ένα χώρο που διέπεται από εγγενή έλλειψη καθαριότητας.
Νύξεις για τα παραπάνω μπορεί να βρει κανείς στον Ζορζ Βιγκαρελό και το έργο του Το καθαρό και το βρόμικο (Αλεξάνδρεια, 2000). Ο γάλλος ιστορικός συγκροτεί μια ιστορία της καθαριότητας από το Μεσαίωνα ως τη νεωτερικότητα με πλήθος διάσπαρτων παραπομπών για το τι όριζε κατά καιρούς στη συλλογική συνείδηση το υγιεινό και το ανθυγιεινό, το άσπιλο και το ρυπαρό. Διόλου περίεργο που από ένα σημείο και μετά μιάσματα και μικρόβια συναντώνται κυρίως στον δημόσιο χώρο, σε πεζοδρόμια, κοιμητήρια, νοσοκομεία (σ. 179-181) – στις πόλεις, όπου πολιτικοί, υγειονομικοί και κοινωνικοί κίνδυνοι συμφύρονται (σ. 231-233).
Φυσικά, από τις γενικές διαπιστώσεις ως την (ελληνική) πραγματικότητα η απόσταση είναι μεγάλη. Και ο αντίλογος θα μπορούσε να είναι ότι ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα αποδεικνύεται ελλιπής έτσι κι αλλιώς: οι πεζόδρομοι ήρθαν τη δεκαετία του ’80 περίπου ως afterthought και το Μητροπολιτικό πάρκο προγραμματίζεται εκτός μητρόπολης. Όσο για τις πολιτισμικές συνθήκες, το ενδιαφέρον είναι ότι έχουν και τις αντιστάσεις τους – μια ολόκληρη γενιά επέβαλε τελικά να απενοχοποιηθείτο κατεξοχήν εξωοικιακό σνακ τουγύρου, αποκαθάροντάς τον στη συνείδηση όλωνως «βρόμικο».