Η σύνοδος ολοκληρώθηκε. Ως συνήθως. Χωρίς αποτέλεσμα. Ως συνήθως. Οι αγορές, των οποίων οι αντιδράσεις (όπως η απρόβλεπτη συμπεριφορά ανώριμου παιδιού) αναμένονταν με ανησυχία, ως συνήθως, την αγνόησαν επιδεικτικά. Δεν ήταν, βλέπετε, η σωστή σύνοδος. Ενώ όλα τα μάτια στρέφονταν δικαιολογημένα στις Βρυξέλλες, αποστρέφονταν αδικαιολόγητα από την ετήσια σύνοδο για την κλιματική αλλαγή στο Ντέρμπαν.


Η αλήθεια είναι ότι από την εποχή της εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κυότο το 2005 το ενδιαφέρον του κοινού για το κλίμα μειώνεται όλο και περισσότερο. Η συνδιάσκεψη του Μόντρεαλ, η οποία έθεσε σε ισχύ τις προβλέψεις του, υπήρξε μια στιγμή ευρύτερης συνειδητοποίησης. Η έλευση του νεοεκλεγέντος πρέσβη της ελπίδας Μπαράκ Ομπάμα στην Κοπεγχάγη του 2009 φάνηκε για λίγο να σηματοδοτεί το έναυσμα της δράσης. Η τότε αποτυχία της μετάφρασης του ευχολογίου σε πράξη υπήρξε τελικά η απαρχή της βύθισης στη συλλογική αμνησία εν μέσω διαφωνιών πλουσίων με φτωχούς και αλισβερισιών ανταλλαγής ρύπων.


Δεν είναι μόνο ότι η «πράσινη ανάπτυξη» (τόσο ως πράσινο όσο και ως ανάπτυξη) έχει πάει περίπατο μετά την έλευση της κρίσης το 2008 ούτε ότι οι κλιματολόγοι κατάφεραν να χαντακώσουν εαυτούς με την υπόθεση των χακευμένων e-mail, όπου αποδεικνυόταν πως δεν είναι υπεράνω αριθμητικής μαγειρικής, ούτε και οι νέες ποικιλίες Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ για τους οποίους η κλιματική αλλαγή είναι κάτι σαν συνωμοσία των αρνητών του μπάρμπεκιου. Η απουσία πολιτικής βούλησης για συγκροτημένη αντιμετώπιση του προβλήματος είναι εμφανής στις προβλέψεις των συνθηκών: οι «συμφωνίες της Κοπεγχάγης», όπως και οι προηγούμενες εκδοχές τους, δεν είναι δεσμευτικές – η τήρησή τους επαφίεται στον πατριωτισμό των Γήινων.

Πολιτική βούληση βέβαια σημαίνει regulation – απεχθής όρος. Όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής αλλά και στις μικροκλίμακες των προσωπικών επιλογών: η be you αισθητική 40 χρόνων νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης επιβραβεύει ένα πρότυπο ατομικιστικό στο έπακρο, όπου το οποιοδήποτε όριο βιώνεται πρώτα και κύρια ως περιορισμός της ελεύθερης ανάπτυξης της μονάδας. Η όποια επίδραση της ανάπτυξης στο ευρύτερο σύνολο θεωρείται αμελητέο γεγονός.

Διόλου τυχαία ο βρετανός Ίαν ΜακΓιούαν επιλέγει ως πρωταγωνιστή του Solar (Πατάκης, 2010), του πρόσφατου μυθιστορήματός του με θέμα την κλιματική αλλαγή, έναν λαίμαργο, σεξουαλικά αχόρταγο και αλαζόνα φυσικό. Εφάμιλλος κάποτε του Αΐνστάιν, έχοντας συμπληρώσει μία από τις προβλέψεις του, ο Μάικλ Μπίαρντ βυθίζεται στην κινούμενη άμμο της μέσης ηλικίας καταναλώνοντας αδιάκοπα ερωμένες, εδέσματα και χρήματα. Απαλλάσσεται από έναν αντεραστή σκηνοθετώντας ένα ατύχημα ως έγκλημα, ληστεύει την πνευματική ιδιοκτησία ενός μεταπτυχιακού φοιτητή παρουσιάζοντάς τη ως δική του, μετατρέπει μια πιθανή λύση του προβλήματος της παγκόσμιας υπερθέρμανσης σε ιδιωτικής χρήσης μηχανισμό κοπής σκληρού νομίσματος.


Επιδέξια ο ΜακΓιούαν στήνει μια αλληγορία για τη σχέση ατόμου και κέρδους. Σε μια αγόρευση που συνοψίζει τη στάση ζωής του ο Μπίαρντ υποστηρίζει ότι το κλιματικό πρόβλημα δεν θα λυθεί «με το να γίνουμε ενάρετοι, να πετάμε μπουκάλια στην ανακύκλωση, να μειώσουμε το θερμοστάτη, να αγοράσουμε μικρότερο αυτοκίνητο. […] Όσον αφορά τη μάζα της ανθρωπότητας, η απληστία επικρατεί της αρετής. Πρέπει λοιπόν να καλωσορίσουμε στις λύσεις μας τους συνήθεις καταναγκασμούς του ιδιωτικού συμφέροντος και την ικανοποίηση του κέρδους». Ο Μπίαρντ, όπως και εκατομμύρια άλλοι ανά τον κόσμο αδιαφορούν για την υπόμνηση του βρετανού ποιητή Τζον Ντον, ότι «κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί». Γι’ αυτούς κάθε άτομο είναι ολόκληρη ήπειρος. Και πόσες ηπείρους να χωρέσει ο πλανήτης;