«Πώς να εξηγήσεις σε έναν απονήρευτο πολίτη του ελεύθερου κόσμου τη σημασία μιας σύμβασης μεταφοράς κινδύνου αθέτησης υποχρέωσης επί του βαθμολογούμενου με 2Α τμήματος ενός εγγυημένου χρεωστικό ομολόγου με κάλυμμα subprime χρεόγραφα;»

(Μάϊκλ Λιούις, Το μεγάλο σορτάρισμα, σ. 294).

Θέλετε να γνωρίσετε τους ανθρώπους που διευκόλυναν την κρίση; Αυτούς που διαχειρίστηκαν όλα τα ακατανόητα στοιχηματζήδικα παράγωγα τελειοποιώντας την τέχνη του να βγάζουν από τη μύγα ξίγκι; Εκείνους που κερδοσκόπησαν πάνω στα ενυπόθηκα δάνεια αγοράζοντας ασφάλιστρα και ποντάροντας στην πτώση τους; Ο Μάϊκλ Λούις είναι ο άνθρωπός σας.


Στο Μεγάλο σορτάρισμα (Παπαδόπουλος, 2010) ο δημοσιογράφος του «
Vanity Fair» υπηρετεί εξαιρετικά αυτό που οι Αμερικανοί ορίζουν ως human interest story – ιστορία ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Ποιος έχει την όρεξη, την υπομονή ή την κατάρτιση για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των ακολουθιών οικονομικών γεγονότων που οδήγησαν στην κρίση, αν αυτά αποτελούνται από γυμνά δεδομένα και πολύπλοκη ορολογία; Ελάχιστοι. Αν όμως θέσεις στο επίκεντρο του κειμένου σου συγκεκριμένα άτομα, αν εξανθρωπίσεις την αφήγηση, αυτόματα επεκτείνεις το κοινό σου, είτε για λόγους ταύτισης είτε γιατί το πλαίσιο αναφοράς αποβαίνει πολύ πιο κατανοητό. Οι πρωταγωνιστές του Λιούις, προικισμένοι ερασιτέχνες κερδοσκόποι, τρυπώνουν από το παράθυρο στα ενδότερα του αμερικανικού χρηματοοικονομικού κόσμου, παίζουν με τους κανόνες του, υποσκάπτουν τα θεμέλιά του και κερδίζουν εκατομμύρια. Ως εδώ καλά.

Το πρόβλημα με την προσέγγιση ανθρώπινου ενδιαφέροντος είναι ότι δεν ταιριάζει παντού. Υπηρετεί άψογα τις προσωπικές αφηγήσεις. Λειτουργεί αποτελεσματικά αν θέλεις να προβάλλεις κοινωνικά ζητήματα. Σκοντάφτει στα ρεπορτάζ πολιτικού χαρακτήρα (αψευδής μάρτυρας τα καθιερωμένα σκάνδαλα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών) – για τον ίδιο λόγο που είναι εντελώς ακατάλληλη για μια εκ των έσω σκιαγράφηση της κρίσης: οι human interest stories εκπίπτουν τελικά σε περιπτωσιολογία. Κι από εκεί ο δρόμος προς το ηθικοπλαστικό αφήγημα είναι διάπλατα ανοικτός.


Σκεφτείτε τον Φρόιντ. Μπορεί εσείς να μην θέλετε απαραίτητα, αλλά κάθε αμερικανός δημοσιολόγος που σέβεται τον εαυτό του δυσκολεύεται να τον αποφύγει: όπως ο Μαρξ στην Ευρώπη, σε άλλα συμφραζόμενα, ο πατέρας της ψυχολογίας στις ΗΠΑ διαχέεται στον αέρα του πολιτισμικού οικοδομήματος. Αντί της επιλεκτικής χρήσης που συνίσταται από τη σύγχρονη επιστήμη για ένα θεωρητικό έργο ηλικίας ενός αιώνα, το Χόλιγουντ καθημερινά ξαπλώνει στον καναπέ της ψυχιατρικής, βασίζει τις μισές του πλοκές σε φροϋδικές κατηγορίες, ενώ μία από τις πιο δημοφιλείς δημοσιογραφικές ερμηνείες της οκταετίας Μπους απέδιδε την πολιτεία και την πολιτική του στην προβληματική σχέση με τον πατέρα του. Σε αυτό το πλαίσιο, η διαμόρφωση του προσωπικού χαρακτήρα αποκτά βαρύνοντα ρόλο, οι ατομικές επιλογές εξαρτώνται αποκλειστικά από την υποτιθέμενα μονολιθική προσωπικότητα του εκάστοτε ανθρώπου και ο τελικός αποφασιστικός παράγοντας είναι το ήθος του.

Στο σύμπαντου Λιούις όλα συμβαίνουν σε επίπεδο προσώπων – και όλα, επομένως, εξαρτώνται από τον χαρακτήρα τους. Ποιοι χειρίζονταν την αγορά για να κερδοσκοπήσουν από τα CDS; «Κάτι αλλόκοτοι τύποι». Γιατί τα CDOs πήγαν κατά διαόλου και σατανά γωνία; Γιατί αντί να ελέγχονται εξονυχιστικά, τη διαχείρισή τους αναλάμβαναν «δύο τύποι και μια οθόνη Bloomberg στο Νιου Τζέρσι». Ποιοι είναι οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης που εξουσιάζουν την οικουμένη; «Υπαλληλάκια των εννέα με πέντε». Αυτό το μοντέλο παράγει το ηθικό αφήγημα της κρίσης που επικρατεί στις μέρες μας (αμαρτωλοί μπαταχτσήδες Νοτιοευρωπαίοι και σκληρά εργαζόμενοι Βορειοευρωπαίοι που πληρώνουν αγόγγυστα τα βερεσέδια τους). Εξουδετερώνοντας ουσιαστικά τους συστημικούς παράγοντες, παρακάμπτει τις επιδράσεις των θεσμών, εξομοιώνει τις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις με άτομα (ή κατηγορίες) που υποτίθεται ότι τις προσωποποιούν.

Η καλύτερη ερμηνεία που βρίσκει να δώσει έτσι ο Λιούις στην κρίση είναι αυτή της συλλογικής παράνοιας – με τόσες ατομικές παράνοιες να κυκλοφορούν, διόλου παράξενο που η αγορά είχε «τυφλωθεί από τα συμφέροντά της», «ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε χάσει τα λογικά του», οι εκπρόσωποί του ήταν αδιαφοροποίητα «ηλίθιοι ή απατεώνες». Μια συλλογική παράνοια είναι αντικείμενο είτε της ψυχολογίας είτε της ηθικής. Οπωσδήποτε όχι της πολιτικής. Οι πολιτικές επιλογές που συγκρότησαν τον οικονομικό χώρο όπου έδρασαν οι αετονύχηδες της Γουόλ Στριτ και οι «αλλόκοτοι τυποι» του Λιούις παραμένουν άδηλες (για να τις διερευνήσει πειστικά εκκινώνταςαπό άλλη αφετηρίαο Νίκολας Σάξον στο Offshore. Τα νησιά των θησαυρών, Παπαδόπουλος 2011). Και το κοντινότερο σε μια ερμηνεία των βαθύτερων παραγόντων που διαβάζει κανείς παραπέμπει στο πασπαρτού της απληστίας, ελαφρώς παραλλαγμένο: «η απληστία στη Γουόλ Στριτ ήταν δεδομένη – κάτι σαν υποχρέωση. Το πρόβλημα είχε να κάνει με το σύστημα κινήτρων με το οποίο διοχετευόταν η απληστία» (σ. 334). Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Μάϊκλ Λιούις γράφει μια απολαυστική ανθρώπινη κωμωδία, με πλήθος διαφωτιστικών λεπτομερειών για τους δυσνόητους μηχανισμούς της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, η οποία όμως υπηρετεί ταυτόχρονα ένα ατελέσφορο μοντέλο ερμηνείας. Γιατί αναζητώντας άτομο προς άτομο τα αίτια της κρίσης είναι ο ασφαλέστερος τρόπος η έρευνα να διαρκέσει ως τον αιώνα τον άπαντα.