Ένας αντιαποικιοκρατικός αγώνας, μια κατοχή, διακοινοτικές ταραχές, μια εισβολή, μια διχοτόμηση, σχέδια επί σχεδίων, δεκαετίες διαπραγματεύσεων – και χιλιάδες νεκροί ή αγνοούμενοι. Το ότι το Κυπριακό σήμερα απουσιάζει από την καθημερινή επικαιρότητα και μάλλον θα απασχολήσει τους τίτλους των εφημερίδων μόνο όταν η Κύπρος αναλάβει την εξάμηνη προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούλιο του 2012 αποτελεί κατάκτηση. Στο όχι μακρινό παρελθόν οι «συνομιλίες για το Κυπριακό» συνιστούσαν ετήσια διαδικασία με κανονικότητες που όριζαν τις αλλαγές των εποχών και η αποδοκιμασία μιας σχοινοτενούς συζήτησης που παρατεινόταν χωρίς κατάληξη στον ορίζοντα γινόταν με τη ρητορική ερώτηση «το Κυπριακό θα λύσετε;». Συνώνυμο του περιπεπλεγμένου, του δαιδαλώδους και του χρονοβόρου, το Κυπριακό αποτέλεσε το τεταμένο background μιας πεντηκονταετίας, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ως τα μέσα εκείνης του 2000.
Την πιο σκληρή ίσως περίοδο από αυτές, αυτή μεταξύ 1950 και 1959 η οποία προηγείται ακριβώς της ανεξαρτησίας της νήσου, πραγματεύεται διεξοδικά ο γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του Ιστορία της Κύπρου (Εστία, 2011). Το έργο του, εύληπτο, εύστοχο και πολυεπίπεδο, αποτελεί ασφαλή οδηγό ανάμεσα στους λαβυρίνθους των προσωπικών αφηγήσεων των πρωταγωνιστών και τους σκοπέλους της εθνικής οπτικής γωνίας ελλήνων ή τούρκων ιστορικών. Λειτουργεί όμως ως ιδιαίτερα χρήσιμη κριτική προσέγγιση τριών από τους πολλούς κόμπους του Κυπριακού: την επίδρασή του στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, τη δράση της ΕΟΚΑ (καθαρά «αγωνιστική» για Έλληνες και Ελληνοκύπριους, «τρομοκρατική» για τους Άγγλους) και τις πρακτικές της βρετανικής πολιτικής.
Το Κυπριακό έδρασε καταλυτικά στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, με πιο προφανές το πολιτικό επίπεδο: το Κέντρο και η Δεξιά ενέταξαν το αίτημα της Ένωσης / αυτοδιάθεσης στο ρητορικό τους οπλοστάσιο απορρίπτοντας κάθε άλλη δυνατότητα – πάντοτε όμως από την ευχέρεια της αντιπολιτευτικής έδρας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτό της κοινής γνώμης, η διάσταση από τις συμβιβαστικές επιλογές της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής δεν έχει τίποτα να ζηλέψει σε ένταση και οργή από γνώριμες σκηνές του 2011. Μετά τον Νοέμβριο του 1951, κάθε συλλαλητήριο στην Αθήνα συνοδεύεται από «καθιερωμένα επεισόδια». Μια τυπική σύρραξη στη Βασιλίσσης Σοφίας στις 14 Δεκεμβρίου 1954 είχε απολογισμό 38 τραυματίες φοιτητές και 24 αστυνομικούς, ενώ στη Θεσσαλονίκη την ίδια μέρα θα λεηλατούνταν η βιβλιοθήκη του αμερικανικού προξενείου και θα καιγόταν το πορτρέτο του προέδρου Αϊζενχάουερ. Σε μια λιγότερο τυπική συγκυρία από την παραπάνω, τον Μάιο του 1956, αμέσως μετά την εκτέλεση του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Μιχάλη Καραολή, ο απολογισμός των συγκρούσεων θα κατέγραφε τρεις νεκρούς, απαγόρευση συγκεντρώσεων – και κατηγορίες εκ μέρους της αντιπολίτευσης για κατάλυση του συντάγματος.
Η πυροδότηση της μετεμφυλιακής κοινωνίας από το Κυπριακό απείλησε με ευρύτερη αποσταθεροποίηση το πολιτικό σκηνικό. Η απήχηση του αρχιεπισκόπου στην ελληνική κοινωνία υπήρξε πολύ διαφορετική ως πρόσληψη από ό,τι στην κυπριακή – στη Λευκωσία ήταν ο Εθνάρχης, στην Αθήνα ένας πιθανός ρασοφόρος Βενιζέλος: «μέσα στη γεροντοκρατία που επικρατούσε εκείνη την εποχή [1951] στην ελληνική κοινωνία, ο τριανταεπτάχρονος Μακάριος ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στους νέους» (σ. 74).
Ως προς την ΕΟΚΑ, η ιστορία της οφείλει κατά τον Ρίχτερ να επανεκτιμηθεί σε σχέση με το σκέλος που διαδέχθηκε τις αρχικές της βομβιστικές ενέργειες. Ενώ η άνευ θυμάτων δράση δημοσιοποίησε το πρόβλημα στην παγκόσμια κοινή γνώμη, οι εκτελέσεις Βρετανών, οι εκκαθαρίσεις προδοτών (υποτιθέμενων και μη), οι φόνοι τουρκοκύπριων αστυνομικών και οι δολοφονίες αριστερών στελεχών δίχασαν τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, συνέβαλλαν στην κατίσχυση των ακραίων της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και άνοιξαν το δρόμο στη διακοινοτική βία.
Ο Ρίχτερ, τέλος, φροντίζει να συμπληρώσει αποτελεσματικά τον μύθο της βρετανικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε»: οι Άγγλοι όντως υποκίνησαν έντεχνα την τουρκική πλευρά, ωστόσο αντί της διατήρησης της κυριότητας της Κύπρου στην οποία απέβλεπαν, εκχώρησαν άθελά τους την πρωτοβουλία των κινήσεων στην τουρκική κυβέρνηση, καθιστώντας τη βασικό ρυθμιστικό παράγοντα της διένεξης. «Με άλλα λόγια, η βρετανική πολιτική, η οποία είχε βάλει αρχικά στο παιχνίδι τους Τούρκους για να εξουδετερώσει τις ελληνικές φιλοδοξίες με τις τουρκικές, ώστε η Βρετανία να παραμείνει μόνιμα στην Κύπρο ή να αναγκάσει τους Έλληνες να δεχτούν την πολιτική της, είχε φτάσει πλέον σε ένα σημείο όπου κινδύνευε να αντιστραφεί. […] Έτσι, οι Βρετανοί θα πάλευαν για να ανοίξουν στους Τούρκους τον δρόμο για το διαμελισμό του νησιού» (σ. 810-811). Σε συνδυασμό με την κατεδάφιση της εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινοτήτων, τα παραπάνω θα εγγυηθούν ότι το τέλος της διαδρομής, οι Συμφωνίες της Ζυρίχης του 1959, θα είναι μια ήδη υπονομευμένη ανεξαρτησία.