Υπάρχουν κάποια βιβλία που έχουν μία εξαίσια κεντρική ιδέα και την απογειώνουν. Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το The Handmaid’s Tale της Μάργκαρετ Άτγουντ, το οποίο εύκολα συγκαταλέγεται στα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ. Από την άλλη, υπάρχουν βιβλία που καταφέρνουν να απογειώσουν μια όχι και τόσο εξαίσια ιδέα, όπως το The Finkler Question του Χάουαρντ Τζέικομπσον, το οποίο διάβασα προσφάτως. Τέλος, υπάρχει και άλλη μία κατηγορία βιβλίων: αυτά είναι τα βιβλία που, ενώ έχουν μία εξαιρετική κεντρική ιδέα, δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Νομίζω ότι αυτή είναι και η πιο θλιβερή κατηγορία.
Το The Particular Sadness of Lemon Cake της Έιμι Μπέντερ δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. Επίσης χαίρει όχι ενός αλλά δύο όμορφων εξωφύλλων. Και έχει και μία πολύ πρωτότυπη κεντρική ιδέα. Ανήμερα στα γενέθλιά της, η 8χρονη Ρόουζ δοκιμάζει το κέικ λεμόνι που έφτιαξε ειδικά για εκείνη η μαμά της. Στην πρώτη μπουκιά κάτι την ενοχλεί. Στη δεύτερη η Ρόουζ έχει καταλάβει ότι, εκτός από τη γεύση του λεμονιού, μπορεί να γευτεί απουσία, κενό, θλίψη: την απουσία, το κενό και τη θλίψη που νοιώθει η μητέρα της.
Για χρόνια, η Ρόουζ παλεύει να ζήσει και να συμβιβαστεί με αυτό το χάρισμα που είναι και κατάρα μαζί, για χρόνια μπορεί να γευτεί τα πιο καλά κρυμμένα συναισθήματα των ανθρώπων που φτιάχνουν το φαγητό που τρώει. Παράλληλα, η Ρόουζ, όπως όλοι μας, έχει να ανησυχήσει και για τη σχέση με τον πατέρα της, τον αδερφό της που είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά ενίοτε απών, για το μέλλον της.
Άρχισα το βιβλίο με πολλές αξιώσεις. Βλέποντας την υπόθεση θεώρησα ότι θα ήταν τουλάχιστον ένα καλό βιβλίο στο είδος του. Οικογενειακά βάρη, δύσκολες σχέσεις, η ματιά ενός μικρού κοριτσιού που βασανίζεται μαθαίνοντας τις πιο απόκρυφες σκέψεις όσων αγαπάει τρώγοντας μία μπουκιά φαγητό.
Έπεσα έξω. Η Έιμι Μπέντερ μου θύμισε το εαυτό μου όταν πρωτοέμαθα να κάνω ποδήλατο με δύο ρόδες: από τον ενθουσιασμό μου έπεσα. Η Μπέντερ σκέφτηκε ένα καλό θέμα, αβανταδόρικο, όπως λέμε. Μοιάζει με κάποια άλλα (στο νου μου, για παράδειγμα, ήρθε το κινηματογραφικό Chocolat με τη Ζιλιέτ Μπινός), αλλά έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο, κάτι που θα μπορούσε να κάνει το βιβλίο ένα από αυτά που όχι μόνο διαβάζεις ευχάριστα, αλλά και να τρέχει σα νερό.
Η Μπέντερ, ωστόσο, «κατάφερε» να χαθεί στο θέμα της, η ιστορία είχε όχι μία αλλά δύο κοιλιές, το χάρισμα της μικρής Ρόουζ κάποια στιγμή παύει να αποτελεί τον κεντρικό άξονα, τα side stories κάπου προκαλούν σύγχυση. Το διάστημα που διάβαζα το βιβλίο έψαξα στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες για τη συγγραφέα. Σε μία συνέντευξή της, στην οποία, αφού προειδοποιούσε όσους δεν έχουν τελειώσει το βιβλίο να μη συνεχίσουν να διαβάζουν όσα θα πει, μιλούσε για μία ανατροπή, μία μεγάλη έκπληξη που περίμενε τον αναγνώστη στο τέλος του βιβλίου.
Υπάκουσα, σταμάτησα να διαβάζω τη συνέντευξη, και επέστρεψα σε αυτήν όταν πλέον τελείωσα το βιβλίο. Ή κάτι δεν πάει πια καλά με τα αγγλικά μου ή κάτι δεν πάει πια καλά με την αντιληπτική μου ικανότητα, αλλά ούτε ανατροπή κατάλαβα, ούτε το τέλος του βιβλίου, ούτε τελικά ποιο ήταν το νόημά του.
Όποιος το έχει διαβάσει (και κατάλαβε, ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζει) παρακαλώ να μου εξηγήσει. Οι υπόλοιποι μπορούν εάν θέλουν να του δώσουν μια ευκαιρία σε κάποια παραλία.