«Τούτες οι εκλογές θα είναι σεισμός, το βράδυ της Κυριακής θα έχουμε νέο πολιτικό τοπίο, εντελώς διαφορετικό από το σημερινό» προφήτευε το απόγευμα της Παρασκευής ένας από τους υπουργούς που χειρίστηκαν δύσκολα θέματα στο επτάμηνο της κυβέρνησης Παπαδήμου.Και επέμεινε πως από το βράδυ της Κυριακής θα πυροδοτηθούν εξελίξεις ικανές να μεταβάλουν πλήρως τις πολιτικές συνθήκες στη χώρα. Είναι η ρευστότητα του εκλογικού σώματος μεγάλη που δικαιολογεί τέτοιες εκτιμήσεις και είναι αυτή που επιτρέπει σε αρκετούς από τους ερευνητές των διαθέσεων της κοινής γνώμης να παρομοιάζουν το εκλογικό σώμα με κινούμενη άμμο. Κάτι που δεν επέτρεπε ασφαλείς προγνώσεις. Αντιθέτως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δήλωναν ότι δεν θα εκπλαγούν με οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα με τη μεγάλη ρευστότητα του εκλογικού σώματος και εξελιχθούν αναλόγως, τότε όντως οι εκλογές θα προκαλέσουν πολιτικό σεισμό στη χώρα και θα οδηγήσουν σε αυτό που πολλοί περιγράφουν ως έναρξη της διαδικασίας βίαιου μετασχηματισμού του πολιτικού συστήματος με συγχωνεύσεις, συνενώσεις, ιδρύσεις και επανιδρύσεις, σαν κι αυτές που κατεγράφησαν στην οικονομία εξαιτίας της κρίσης.
Γενικώς όσοι παρακολουθούν από κοντά τα πολιτικά πράγματα της χώρας αντιμετωπίζουν την εκλογική Κυριακή ως αφετηριακή και τα αποτελέσματα ως βάση πολυσήμαντων πολιτικών γεγονότων, τα οποία και θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της χώρας στο μέλλον. Και μάλλον δικαίως, αφού με τη λήξη της προεκλογικής περιόδου κοινή ήταν η πεποίθηση σε ερευνητές και δημοσκόπους ότι ο ελληνικός λαός είναι συσκοτισμένος, κουβαλάει θυμό και κατέρχεται στις κάλπες με διάθεση τιμωρίας, αψηφώντας τις πολλές προειδοποιήσεις για τις συνέπειες μιας καταδικαστικής ψήφου προς τα κόμματα που υπηρέτησαν τις δύσκολες πολιτικές διάσωσης της ελληνικής οικονομίας και παραμονής της στο ευρώ.
Ορισμένοι μάλιστα προέβλεπαν εμφαντικά ότι οι εκλογές της Κυριακής θα σηματοδοτήσουν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την έναρξη ενός νέου πολιτικού κύκλου, πολύ διαφορετικού απ’ αυτόν της καταπίπτουσας μεταπολίτευσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των στελεχών του ΠαΣοΚ, πρωτίστως, και της Νέας Δημοκρατίας, δευτερευόντως, την Παρασκευή το βράδυ επικρατούσαν κατήφεια και προβληματισμός για όσα θα ακολουθήσουν. Οι εμπειρίες της προεκλογικής περιόδου άλλωστε δεν ήταν οι καλύτερες. Η επαφή με τον κόσμο ήταν δύσκολη, πάντα σε ελεγχόμενους χώρους, χωρίς τις παλαιές δυνατότητες.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι για πρώτη φορά από το 1974 το ΠαΣοΚ και η Νέα Δημοκρατία δεν είχαν παρουσία σε συνοικίες, πλατείες και δρόμους των μεγάλων πόλεων, δεν έστησαν εκλογικά περίπτερα, ούτε μοίρασαν προεκλογικό υλικό. Δεν είναι τυχαίο ότι τις πιο δυναμικές συγκεντρώσεις πραγματοποίησαν τα κόμματα της Αριστεράς, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι ίσως το μόνο κόμμα που διαμόρφωσε εμφανές ρεύμα προσέλκυσης ψηφοφόρων κατά την προεκλογική περίοδο.
Ετσι δύο ημέρες πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία τα επιτελεία των κομμάτων εξουσίας ήταν επιφυλακτικά και μετριοπαθή στις προβλέψεις τους, απέφευγαν τα πολλά-πολλά και – το σημαντικότερο – μετέδιδαν αγωνία για τη δυνατότητα σχηματισμού αξιόπιστης κυβέρνησης την επομένη των εκλογών. Αν και απέφευγαν αναφορές σε συγκεκριμένα σχήματα συνεργασίας, ένιωθαν ότι τα σημερινά κόμματα εξουσίας θα αισθάνονται ακρωτηριασμένα και θα ενεργούν από θέση αδυναμίας.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα εκλογικά αποτελέσματα, ακόμη κι αν δίνουν ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε σχήματα συνεργασίας ΠαΣοΚ – Νέας Δημοκρατίας ή και άλλων μικρότερων κομμάτων, δεν θα εξασφαλίζουν επαρκή κοινωνική νομιμοποίηση για την προώθηση του πακέτου των μέτρων που συστηματικά έχει προετοιμάσει και θα αφήσει ως παρακαταθήκη ο πρωθυπουργός κ. Λ. Παπαδήμος στον διάδοχό του.
Ενα κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας, όπου θα κυριαρχούν τα μέχρι τώρα κόμματα εξουσίας, θα έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες να περάσει τα συμπεφωνημένα με την τρόικα μέτρα και κατά πάσα βεβαιότητα θα αντιμετωπίσει ακόμη ισχυρότερες κοινωνικές αντιδράσεις. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν στις εκλογές της Κυριακής ενισχυθούν, όπως όλα δείχνουν, οι πολλές και ετερόκλητες αντιμνημονιακές δυνάμεις, οι οποίες πέραν των άλλων θα θεωρούν ότι πλειοψηφούν στην κοινωνία.
Ουσιαστικά προεξοφλείται ότι η χώρα μας εισέρχεται από την Κυριακή σε περίοδο ασταθούς διακυβέρνησης και η μελλοντική πορεία της θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανοχή που θα δείξει η Ευρώπη. Οσοι έχουν δει από κοντά τη μέχρι τώρα συνεργασία του κ. Αντ. Σαμαρά με τον κ. Ευ. Βενιζέλο και γνωρίζουν τα πρόσωπα δεν πιστεύουν ότι μπορούν να πάνε πολύ μακριά μαζί. Κάτι που σημαίνει ότι και στην περίπτωση αυτή θα πάμε γρήγορα σε νέες εκλογές. Αν τώρα δεν βρεθεί κυβερνητικό σχήμα, οι εκλογές θα επαναληφθούν σε έναν μήνα.
Στο ενδεχόμενο τώρα που κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ την πρώτη θέση και είναι αυτός που θα λάβει το μπόνους των 50 εδρών και καταφέρει να σχηματίσει έστω κυβέρνηση μειοψηφίας – απίθανο για τους περισσότερους αλλά διερευνητέο στη χώρα όπου κυρίαρχο ρεύμα είναι ο λαϊκισμός -, τα πράγματα θα περιπλακούν ακόμη περισσότερο.
Στην περίπτωση αυτή η αστάθεια θα γενικευθεί, η Ελλάδα θα εμφανίζεται ως μια ξεχωριστή νησίδα, ως μια χώρα που θα κινείται στη ζώνη του φαντασιακού και στο πλαίσιο ενός αριστερού λαϊκισμού, ο οποίος νομοτελειακά θα σκάσει. Και θα σκάσει κατά πάσα βεβαιότητα στο παγόβουνο που λέγεται Ευρώπη. Πιθανότατα η προσδοκία μιας άλλης Ευρώπης, την οποία καλλιεργεί και προπαγανδίζει ο κ. Αλ. Τσίπρας στηριζόμενος στην αλλαγή συσχετισμών μετά την αναμενόμενη εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, δεν θα επαληθευθεί.
Γιατί απλούστατα μία Ευρώπη υπάρχει και αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει στους επόμενους μήνες. Το πιθανότερο που θα συμβεί είναι ότι ο κ. Ολάντ θα επιδιώξει έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με την κυρία Μέρκελ στο πλαίσιο του γαλλογερμανικού άξονα και πέραν αυτού ουδέν. Αν έτσι εξελιχθούν τα πράγματα, η Ελλάδα θα μείνει στα κρύα του λουτρού, θα εγκαταλειφθεί στην τύχη της και ο λαός της θα τα δει όλα.
Υπόγεια ρεύματα – Αργεντινοποίηση ή ικανή διαχείριση
Δυστυχώς για όλους μας δεν έχει ακόμη εφευρεθεί ιστορικός επιταχυντής για να γίνουν τα άλματα προόδου που χρειάζεται και απαιτεί η εκδοχή του κ. Αλ. Τσίπρα. Με άλλα λόγια, αν αρνηθούμε τα πάντα και επιχειρήσουμε να διαχειρισθούμε τις εθνικές υποθέσεις μας καταπώς νομίζουμε, αγνοώντας διεθνείς συμβάσεις και υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει, δεν μπορεί παρά να βιώσουμε την εκδοχή του χάους και την απειλή της αργεντινοποίησης.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έσπευσε την Παρασκευή να προειδοποιήσει ότι ουδόλως θα αλλάξει η γερμανική οικονομική πολιτική εξαιτίας των εκλογών στη Γαλλία και στην Ελλάδα και ακόμη να υπενθυμίσει, κυρίως στην Αθήνα, ότι οικειοθελής είναι η παραμονή στο ευρώ.
Οπως και αν έχει πάντως, στην περίπτωση που επικρατήσουν συνθήκες πολιτικής αστάθειας και η χώρα απειληθεί με χάος, δεν μπορεί παρά να ενεργοποιηθούν σχολάζουσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να ανασυγκροτήσουν το ριζοσπαστικό Κέντρο ή να ανακατασκευάσουν μια εκδοχή δυναμικής Κεντροαριστεράς και να επιβάλουν τη διεκδικούμενη από πολλούς αποκομματικοποίηση της διακυβέρνησης.
Κάτι που αρκετοί επιθυμούν και ορισμένοι προπαρασκευάζουν, θεωρώντας ότι μόνο με τέτοιες πρωτοβουλίες θα κινητοποιηθούν άφθαρτα πολιτικά πρόσωπα και ικανοί διαχειριστές ώστε να επαναφέρουν τη χώρα σε τροχιά σταθερότητας, δημιουργίας και προόδου.