Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας (πριν από την έναρξη του διαστήματος απαγόρευσης δημοσίευσης σχετικών στοιχείων) και υπολογίσουμε τη μέση τάση που αποτυπώθηκε από τις απαντήσεις που δόθηκαν στις ερωτήσεις ψήφου, αλλά και τις κατά περίπτωση εκτιμήσεις που έκαναν οι ίδιες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, θα πρέπει να υπολογίζουμε πάνω-κάτω ως κεντρικό ενδεικτικό σενάριο αποτελεσμάτων των επικείμενων εκλογών αυτό που αποτυπώνεται στον Πίνακα 1Α. Η ΝΔ (23,5%) προηγείται κατά 7 μονάδες του ΠαΣοΚ (16,5%) και συνολικά 10 κόμματα υπερβαίνουν τον φραγμό του 3%. Τέσσερα από αυτά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ανεξάρτητοι Ελληνες, ΔΗΜΑΡ) κινούνται στην περιοχή του 8% ως 11%, ενώ τέσσερα ακόμη κόμματα (Χρυσή Αυγή, ΛΑΟΣ, Οικολόγοι Πράσινοι, Δημοκρατική Συμμαχία) βρίσκονται στην περιοχή του 3% ως 5%. Η οριακή τοποθέτηση όμως δύο τουλάχιστον από αυτά τα κόμματα κοντά στο 3% μας υποχρεώνει να δούμε, και πάλι ενδεικτικά, την εκδοχή που αποτυπώνεται στον Πίνακα 1Β, όπου θεωρείται ότι τελικά μόνο οκτώ κόμματα υπερβαίνουν τον εκλογικό φραγμό.

Σκοπός της σημερινής παρουσίασης είναι να καταλάβει κάποιος περίπου τι μπορεί να αναμένει ως αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου και κυρίως πώς μεταφράζεται αυτό σε κοινοβουλευτικές έδρες.
Σε καμία περίπτωση δεν επιχειρείται πρόβλεψη του αποτελέσματος, ούτε ως προς τα ποσοστά που μπορεί να συγκεντρώσουν τα δύο κύρια κόμματα ούτε ως προς τα ποσοστά των κομμάτων που ακολουθούν. Πολύ περισσότερο όταν δύο διαφορετικά γκρουπ, από τέσσερα κόμματα το καθένα, συνωστίζονται με παρεμφερή ποσοστά σε δύο διαφορετικές περιοχές πιθανών αναμενόμενων εκλογικών ποσοστών.
Γι’ αυτό και δεν ακολουθείται στους πίνακες συγκεκριμένη ονοματολογία κομμάτων (μία ενδεικτική και μάλλον επισφαλής σειρά κατάταξης αναφέρθηκε προηγουμένως) εκτός από τα δύο πρώτα κόμματα τα οποία αναφέρονται λόγω της ευδιάκριτης διαφοράς μεταξύ τους, αλλά και της επίσης ευδιάκριτης απόστασής τους από τα κόμματα που ακολουθούν.
Ας έρθουμε λοιπόν σε αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει, την κατανομή εδρών. Οπως φαίνεται στον πίνακα 1Α, η ΝΔ με 113 έδρες, όσο κι αν βρίσκεται μακριά από τον στόχο τής αυτοδυναμίας, αποτελεί ουσιαστικά το μόνο κόμμα που καθορίζει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Λόγω και του μπόνους των 50 εδρών που παραχωρούνται στο πρώτο κόμμα, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, συγκεντρώνει δυόμισι φορές περισσότερες έδρες από αυτές που αναλογούν στο ΠαΣοΚ (44) και θα μπορούσε ενδεχομένως να συνεργαστεί μαζί του για τον σχηματισμό κυβέρνησης από θέση ισχύος. Σε μία τέτοια περίπτωση – και εφόσον θεωρήσουμε ότι δεν εμπλέκονται καθόλου άλλα κόμματα – θα αποδιδόταν κυβερνητική πλειοψηφία 157 εδρών σε συνολικό εκλογικό ποσοστό 40%. Η ίδια εικόνα αντιστοιχεί και στα δεδομένα του πίνακα 1Β (μόνο οκτώ κόμματα να εκπροσωπούνται στη Βουλή) με τη διαφορά βέβαια ότι η κυβερνητική πλειοψηφία είναι ανετότερη (165 έδρες).
Τι θα γινόταν όμως αν τα δύο κύρια κόμματα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τελικά μεγαλύτερα ποσοστά και κινηθούν αθροιστικά στην περιοχή του 45%; Διατηρώντας τη διαφορά των 7 μονάδων, η ΝΔ θα αποσπούσε το 26% και το ΠαΣοΚ το 19% των ψήφων, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 2Α στην περίπτωση που προκύψει Βουλή 10 κομμάτων και 2Β για την περίπτωση των οκτώ κομμάτων. Η ΝΔ με 119 και 125 έδρες αντίστοιχα, διατηρεί τη θέση ισχύος, με σημαντικό νέο δεδομένο όμως ότι στην ενδεχόμενη συνεργασία με το ΠαΣοΚ το άθροισμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας κινείται πλέον στην περιοχή των 170 ως 180 εδρών. Προσεγγίζεται δηλαδή το όριο της αυξημένης πλειοψηφίας που απαιτείται από το Σύνταγμα για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Εννοείται ότι αντίστοιχα εξαγόμενα μπορούν να προκύπτουν και με διάφορες άλλες παραλλαγές στη διασπορά των ψήφων, όπως αυτή που παρουσιάζεται στον πίνακα 3 όπου θεωρείται ότι η ΝΔ, έχοντας τον αέρα του πρώτου κόμματος, προσεγγίζει σε μεγαλύτερα ποσοστά (28,5%), χωρίς το ΠαΣοΚ να παρακολουθεί την αυξητική τάση. Με δεδομένο όμως ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν δύσκολο να εκλέξουν βουλευτές 10 κόμματα, οι υπολογισμοί γίνονται μόνο για οκτώ κόμματα, αλλά με μικρότερο συνολικό ποσοστό αυτών που μένουν απέξω (10% αντί 13%).
Οι παραλλαγές που παρουσιάστηκαν αποτελούν φυσικά ένα μικρό μόνο μέρος των διαφορετικών εκδοχών που θα μπορούσε να υποθέσει και να συμπεριλάβει κάποιος. Σε μία εκλογική αναμέτρηση άλλωστε που χαρακτηρίζεται από τον υψηλότερο βαθμό αβεβαιότητας και μεταβλητότητας που έχουμε γνωρίσει ποτέ στην Ελλάδα, δεν μπορούν να αποκλειστούν ακόμη και διαφόρων ειδών εκπλήξεις. Είτε στη συνολική κατεύθυνση του αποτελέσματος (περισσότερο ή λιγότερο «σταθεροποιητικό» για τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης) είτε ως προς τη μεμονωμένη δύναμη ορισμένων τουλάχιστον κομμάτων. Με άλλα λόγια, η τελευταία προεκλογική εβδομάδα που απομένει είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και τυχόν «λάθη» ή «επιτυχίες» στις επικοινωνιακές απόπειρες των κομμάτων μπορούν να κάνουν διαφορές που ποτέ άλλοτε δεν υπολόγιζε κανείς τόσο κοντά στις εκλογές.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος (που εφαρμόζεται με την εκδοχή μπόνους 50 εδρών για πρώτη φορά) λειτουργεί σταθεροποιητικά και υποβοηθά τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης με τουλάχιστον κεντρικό πυρήνα το πρώτο κόμμα. Αυτό όμως που δεν φαίνεται – και πιθανότατα θα μας απασχολήσει αρκετά την επομένη των εκλογών – είναι η σοβαρή αδυναμία του εκλογικού νόμου να προσκυρώσει στοιχειωδώς αναλογικά τις έδρες των κομμάτων κυρίως στις μικρομεσαίες εκλογικές περιφέρειες (πενταεδρικές και τετραεδρικές), αλλά και αλλού, ανάλογα με τη διασπορά των ψήφων. Σε μια τόσο κρίσιμη όμως εκλογική αναμέτρηση, ας πούμε ότι η «πολυτέλεια» της ορθολογικής κατανομής των εδρών σε όλες τις λεπτομέρειες θα μας απασχολήσει επιτέλους σοβαρά αμέσως μετά τις εκλογές.

Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι ειδικός εκλογικός αναλυτής, διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών και μαθηματικός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ