Στις 23 Οκτωβρίου 1925 γεννιέται ο σπουδαίος Μάνος Χατζιδάκις. Ο συνθέτης που επηρέασε όσο ελάχιστοι όχι μόνο την ελληνική μουσική αλλά και τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό γενικότερα.

Το 2014 με την αφορμή της συμπλήρωσης 30 χρόνων από τον θάνατο του Χατζιδάκι, «ΤΟ ΒΗΜΑ» φιλοξένησε αφηγήσεις καλλιτεχνών για τον μεγάλο συνθέτη και το αποτύπωμα που άφησε σε αυτούς η συναναστροφή μαζί του.

Γιώργος Πανουσόπουλος – Κινηματογραφιστής

Με τον κινηματογραφιστή Γιώργο Πανουσόπουλο, ο Μάνος Χατζιδάκις γνωρίστηκε στα γυρίσματα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Μεγάλος Ερωτικός»

«Τον είχα γνωρίσει το 1973, την εποχή που ο Παντελής Βούλγαρης έκανε τον «Μεγάλο ερωτικό», για τον οποίο μάλιστα ο Μάνος είχε σοβαρές αντιρρήσεις επειδή είχαμε βάλει το «Sympathy for the devil» των Rolling Stones σε ένα μονοπλάνο που ένωνε το Σύνταγμα με την Ομόνοια (είχα δουλέψει στο μοντάζ).

Γιώργος Πανουσόπουλος

«Ταξίδι του μέλιτος»

»Τότε ήταν που μου είπε «όταν θα κάνεις δική σου ταινία, θα σου γράψω τη μουσική της». Χρόνια αργότερα λοιπόν, όταν τα γυρίσματα του «Ταξιδιού του μέλιτος» είχαν τελειώσει, κάλεσα τον Μάνο στο σπίτι μου για να δει στη μουβιόλα κομμάτια της ταινίας και να μου πει αν τελικά θα έγραφε τη μουσική.

»Ο Μάνος κάθησε πολύ λίγο, είδε κάποια αποσπάσματα και μετά έφυγε λέγοντας: «Εντάξει, εντάξει, θα σ’ τη γράψω». Είχε δει δύο σκηνές. Πρώτον, το υλικό όπου ο Σταύρος Ξενίδης βγαίνει από το σπίτι φορώντας μια πιτζάμα, μεσημέρι, κάτω από τα δέντρα στα μπαλκόνια, και συναντά τα μάτια της Μπέτυς Λιβανού. Μια αμηχανία του Ξενίδη σε έναν τοίχο όλο λεκέδες από τον ήλιο.

Το φάλτσο

»Το δεύτερο απόσπασμα που ο Μάνος είδε ήταν εκείνο από το οποίο βρήκε τελικά το μουσικό μοτίβο της ταινίας. Στο υλικό αυτό ο Λάζαρος Ανδρέου παίζει ακορντεόν φλερτάροντας την Μπέτυ. Μόνο που ο Λάζαρος δεν ήξερε τίποτε από μουσική και δεν μπορούσε να παίξει κανένα όργανο. Του είχα πει να παίξει κάτι πολύ απλό, όπως ας πούμε το ferezak. Ο Λάζαρος εκπαιδεύθηκε λοιπόν πάνω στο συγκεκριμένο κομμάτι και έμαθε να παίζει μόνο αυτό.

»Στο γύρισμα ωστόσο η λήψη που μου άρεσε και που τελικά κράτησα ήταν εκείνη στην οποία γίνεται μια παραφωνία στο ferezak. Ενα φάλτσο. Εξήγησα στον Μάνο ότι είχε γίνει αυτό το λάθος. Κι εκείνος μού ζήτησε να βάλω ξανά τη σκηνή. Την έβαλα λοιπόν και το αποτέλεσμα; Δύο μήνες αργότερα, όταν άκουσα τη μουσική του Μάνου, ξεκινούσε με το ίδιο λανθασμένο μοτίβο.

Η μουσική της εξηντάρας

»Σε μια άλλη περίπτωση ο Μάνος είχε γράψει μουσική μόνο για μια συγκεκριμένη σκηνή της ταινίας. Μου το είπε. «Αυτό το κομμάτι είναι για εκείνη τη σκηνή και για πουθενά αλλού». Εγώ μέσα μου είπα: «Καλά, λέγε εσύ, εγώ θα το βάλω όπου θέλω». Πάω λοιπόν στη σκηνή και τι ανακαλύπτω; Καμία άλλη μουσική δεν ταίριαζε για εκεί εκτός από αυτήν που μου είχε πει ο Μάνος.

»Ηταν η σκηνή όπου η Μπέτυ πηγαίνει ένα μεσημέρι τον πιτσιρίκο στο δωμάτιο μιας εξηντάρας και τον πλασάρει. Η σκηνή είναι ιδωμένη από την πλευρά της γριάς, η οποία στην αρχή πασπατεύει το παιδί και κάποια στιγμή χαϊδεύει το κεφάλι του. Οταν βλέπεις αυτή τη σκηνή χωρίς μουσική ή με μια άλλη μουσική, νιώθεις τη χυδαιότητά της. Με τη συγκεκριμένη μουσική του Μάνου όμως αισθάνεσαι γλυκύτητα, συγκίνηση, πηγαίνεις με το μέρος της γριάς.

»Ετσι κατάλαβα την αξία της μουσικής στον κινηματογράφο.

Μάνος Χατζιδάκις

Χωρίς παρτιτούρα

»Το απίστευτο είναι ότι ο Μάνος δεν δούλευε ποτέ με παρτιτούρες, δεν έγραφε παρτιτούρες. Μουσικές για παραστάσεις του Κουν, μουσικές ταινιών και άλλες διάφορες μουσικές δεν μπορούσαν να παιχτούν γιατί δεν ήταν γραμμένες. Ευτυχώς αργότερα μια κοπέλα από τη Ρωσία έκανε αυτή τη δουλειά ακούγοντας τις νότες μία-μία.

Σαν παιδάκι

»Συνεπώς στο στούντιο της ΕΡΤ, στο Τρίτο Πρόγραμμα, όπου η μουσική του «Ταξιδιού» ηχογραφήθηκε μέσα σε ένα βράδυ, από τη μία το πρωί ως τα ξημερώματα, ο Μάνος δούλεψε χωρίς παρτιτούρες. Ηταν σαν ένα παιδάκι που έπαιζε με τα παιχνίδια του. Και όχι μόνο αυτό. Ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική και έκανε την ηχογράφηση στο στούντιο δωρεάν! Ούτε ο ίδιος πληρώθηκε, ούτε ο ηχολήπτης, ούτε το στούντιο. Ακόμα και το tape με το υλικό, ακόμα κι αυτό μού το έδωσε έτσι, μου το χάρισε. Ηταν διευθυντής στο Τρίτο. Ποιος άλλος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος φορούσε τα παντελόνια του Μάνου; Ηταν γενναίος και γενναιόδωρος.

Γιώργος Σταθόπουλος

Ο ζωγράφος που φιλοτέχνησε εξώφυλλα των δίσκων του Χατζιδάκι γράφει στο «ΒΗΜΑ»:

»Ο Μάνος είχε με όλους τους συνεργάτες του το ταλέντο να εκμαιεύει το καλύτερο που είχαν και αυτό που και ο ίδιος επιθυμούσε. Το έκανε μαζί μου, το έκανε με τους τραγουδιστές, τους μουσικούς, με όλους.

»Παρακολουθούσα ηχογραφήσεις και τον έβλεπα να εκμαιεύει από τον καθένα και στο τέλος να είναι όλοι ευχαριστημένοι – κι εμείς κι εκείνος. Το πετύχαινε δε χωρίς να επεμβαίνει καθόλου, μόνο με την κουβέντα, με λίγα λόγια…

Γιώργος Σταθόπουλος

Γαλαντόμος

»Για τα εξώφυλλα των δίσκων πρώτα με έβαζε να ακούσω κάποια τραγούδια… Αν ήθελα, μπορούσα να πάω στις ηχογραφήσεις. Πήγαινα, θυμάμαι, τότε στην Κολούμπια, στα Μελίσσια, και τον έβλεπα να διδάσκει τους τραγουδιστές. Ηταν ικανός να ξενυχτήσει δύο-τρεις μέρες για να πετύχει και να βγει το τραγούδι έτσι όπως το ήθελε.

Επιπλέον τους πλήρωνε όλους επί τρία. Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για την αμοιβή του. Ηθελε να πάρουν καλή αμοιβή οι συνεργάτες, η ορχήστρα. Ηταν ένας αστός με αριστοκρατικές συνήθειες. Κι αυτό το έβλεπες παντού. Στις συναλλαγές αλλά και στις φιλίες του. Ηταν γαλαντόμος.

Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις

Το ιερατείο

»Αν και έχω γνωρίσει πολλούς σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου, πολλούς ξεχωριστούς καλλιτέχνες, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος ήταν οι πιο σημαντικοί: σαν από άλλον πλανήτη. Οι δύο τους είχαν καθημερινή σχέση, βλέπονταν, μιλούσαν στο τηλέφωνο. Ηταν πολύ καλοί φίλοι μεταξύ τους – κι όλοι εμείς γύρω γνωστοί… Οι δυο τους έφτιαχναν το ιερατείο…

»Οταν γύρισε ο Μάνος από την Αμερική, με κάλεσε να κάνω τον «Οδοιπόρο». Ηταν ο πρώτος δίσκος που θα έκανε μετά την επιστροφή του. Με το «Μεθυσμένο κορίτσι» και τα άλλα τραγούδια.Τον ήξερα από τότε που ήμουν σπουδαστής. Τον είχα γνωρίσει τυχαία. Στο σχολείο ήμουν μαζί με έναν στενό του φίλο, τον Δημήτρη τον Βερνίκο, που είναι σήμερα σκηνοθέτης.

»Μια μέρα, μετά το σχολείο, ήμουν στη στάση του λεωφορείου κι έβρεχε πολύ. Με πήρε τότε με το αυτοκίνητο ο Βερνίκος και πήγαμε να φάμε. Πού; Στον Μαγεμένο Αυλό. Και βλέπω τον Χατζιδάκι. Για μένα ήταν ιερό πρόσωπο.

»Στην αρχή τού μίλησα διστακτικά. Ημουν όμως δραστήριος νέος: εκτός από το σχολείο, ζωγράφιζα και δούλευα για να τα βγάλω πέρα. Κι έτσι με γνώρισε. Ξαναπήγα στον Μαγεμένο Αυλό. Συνάντησα τον Γκάτσο…

»Στο τέλος πήρα «διαβατήριο» για να πηγαίνω στον Φλόκα χωρίς καν να τηλεφωνώ ή να ειδοποιώ από πριν. Ηταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, πριν από τη χούντα. Μετά φύγανε για την Αμερική…

Eξώφυλλο του «Οδοιπόρου» του Μάνου Χατζιδάκι, φιλοτεχνημένο από τον Γιώργο Σταθόπουλο

Ζωγραφίζοντας για τον Μάνο

»Θυμάμαι ότι από τότε θεωρούσε τον λαϊκισμό στην τέχνη τον μεγαλύτερο εχθρό της.

»Οταν γύρισε από την Αμερική – εγώ στο μεταξύ είχα ήδη κάνει την πρώτη μου έκθεση -, μου ζήτησε να ζωγραφίσω κάτι για τον “Οδοιπόρο”… “Αν μας αρέσει, θα το βάλουμε” μου είπε.

»Μιλήσαμε λίγο, με έβαλε στον μύθο του. Κι εγώ του παρέδωσα ένα έργο με μια μορφή που κυριαρχούσε στο φόντο. Μια μορφή με τάση φυγής. Του άρεσε, το έβαλε… Ακολούθησαν καμιά εικοσαριά εξώφυλλα και αφίσες για συναυλίες, υλικό για τον Μουσικό Αύγουστο… Πάντα με την ίδια μέθοδο.

»Αργότερα στην “Αθανασία” είχαμε κάνει σχέδια για κάθε τραγούδι – αλλά όλο αυτό καταστράφηκε όταν βγήκε σε CD.

»Για τη “Μελισσάνθη” ήθελε ζωγραφιές και μέσα και έξω. Ηταν μεγάλο έργο και διπλός δίσκος. Κατέβηκα λοιπόν στου Φλόκα να του τα δείξω. Τα είδε το ιερατείο – και οι δύο δηλαδή – και το ενέκρινε. Τα παίρνω λοιπόν κι εγώ, τα βάζω στην τσάντα μου και ανεβαίνω στη μοτοσικλέτα μου για να φύγω… Στον δρόμο όμως έπεσαν από την τσάντα και τα έχασα. Χάθηκαν οι ζωγραφιές μου και αναγκάστηκα να τις ξαναζωγραφίσω….

Μεγαλείο

»Με τον Μάνο γνώρισα το μεγαλείο του ανθρώπου – ήταν κορυφαίος, προικισμένος, θαρραλέος. Δεν έκανα ποτέ το πορτρέτο του – έχω κάνει του Γκάτσου. Ερχόταν στο ατελιέ, φιλοσοφούσαμε και μετά πηγαίναμε στις ταβέρνες, εκεί πίσω από τον Μαγεμένο Αυλό για φαγητό…

»Το πιο ακραίο που πέτυχα ήταν να τον ανεβάσω μια φορά πάνω στη μοτοσικλέτα μου και να τον φωτογραφίσω σαν οδηγό.

»Είχε όμως και άλλες πλευρές, όπως ότι συντηρούσε πολλές φτωχές γυναίκες που έμεναν στον δρόμο. Τους νοίκιαζε δωμάτια, τους έστελνε χρήματα με τον γιο του, σαν μισθό, κάθε μήνα… Παλιότερα πήγαινε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά ή στην Καισαριανή και έδινε φακελάκια με λεφτά, χωρίς να λέει ποιος είναι.

»Μια φορά τον πήγα εγώ στην Καισαριανή. Χτύπησα μια πόρτα, άνοιξε μια γριούλα, της έδωσα έναν φάκελο και της είπα να τον ανοίξει.

– Ποιος τα στέλνει; με ρώτησε.

– Ο κύριος Μάνος, της είπα, χωρίς άλλες εξηγήσεις.

Κι εκείνη που δεν άκουσε καλά το όνομα μου λέει, φεύγοντας:

– Να πεις ευχαριστώ στον κύριο Θάνο…

Τελικά είναι πολύ δύσκολο να διατυπώσεις σκέψεις και λόγια για μια προσωπικότητα… Πάλι και πάντα θα λες «δεν τα είπα όλα»».