Η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είναι πως η θέση των νεοναζί και καταδικασμένων Χρυσαυγιτών είναι στη φυλακή και όχι στο δημόσιο βίο και πολύ περισσότερο στο Κοινοβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, και με αποστάσεις από την κυβερνητική πρωτοβουλία, η νομοθετική πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αναμένεται να κατατεθεί σήμερα Δευτέρα 23 Ιανουαρίου στη Βουλή,  βασίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες:

Δείτε εδώ ολόκληρη την πρόταση νόμου

Διαβάστε επίσης:

Τρεις προτάσεις για ένα εκλογικό μπλόκο

Σύνταγμα, κόμματα και απαγορεύσεις

«Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ»

i. Η νομοθετική πρόταση να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Η τροπολογία που έχει δει το φως της δημοσιότητας, εγείρει σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας, που μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο.ii. Η νομοθετική πρόταση να είναι σαφής για τους νεοναζί και να μην ανοίγει κερκόπορτα για διευρυμένες ερμηνείες και εξίσωση του ναζισμού με οποιαδήποτε άλλη πολιτική ιδεολογία.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Βήματος, η προτεινόμενη διάταξη από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. «για την προστασία της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος στις εκλογές», έχει ως εξής:

1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 «Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών» (Α΄ 57) προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Δεν έχουν δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών πολιτικά κόμματα η οργάνωση και δράση των οποίων δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Τέτοια είναι πολιτικά κόμματα των οποίων οι καταστατικές διατάξεις ή ιδεολογικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, καθώς επίσης κόμματα των οποίων ο επικεφαλής ή μέλος οργάνου διοίκησης έχει καταδικαστεί, ακόμα και πρωτοδίκως, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα.

Η περίπτωση αυτή συντρέχει ακόμα και για απλό μέλος, εάν έχει τελέσει εγκλήματα του προηγούμενου εδαφίου με ναζιστικό ή ρατσιστικό κίνητρο, στο πλαίσιο δράσης κόμματος ή στο όνομά του. Η συνδρομή των περιπτώσεων των προηγούμενων εδαφίων ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου. Προς υποβοήθηση της κρίσης του, πολιτικά κόμματα, ενώσεις προσώπων ή άλλες οργανώσεις της κοινωνίας της πολιτών καθώς και κάθε εκλογέας έχουν δικαίωμα να υποβάλουν στο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης μέχρι την επομένη της λήξης της προθεσμίας του άρθρου 34 παρ. 1 του παρόντος».

2. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.«Οι ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το γεγονός ότι ο καταδικασμένος Κασιδιάρης εδώ και τρία χρόνια ανενόχλητος μέσα από τις φυλακές έχει πολιτική δράση, μέσω ακόμα και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και συγκροτεί τους οπαδούς του σε νεοναζιστικό κίνημα είναι τεράστιες και απαράγραπτες» λένε από το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα και συμπληρώνουν: «Ωστόσο, με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ υπάρχει η δυνατότητα συγκλίσεων πάνω στο δικαίωμα της Δημοκρατίας να υπερασπιστεί τον εαυτό της».

Η αξιωματική αντιπολίτευση διαφοροποιείται από την κυβερνητική τροπολογία για τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη διότι, όπως τονίζουν στο Βήμα συνεργάτες του Αλ. Τσίπρα, «είναι ανεπίτρεπτα ευρεία και επιτρέπει μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στο δικαστικό όργανο που θα κρίνει ότι κάποιο κόμμα δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Ειδικά, διευκρινίζουν, η λέξη «ιδίως» που έχει η τροπολογία σημαίνει ότι, εκτός από τις ποινικές καταδίκες για τα καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια που δεν κατονομάζονται (ποια άραγε;).

«Επί της ουσίας, η αόριστη και φαινομενικά ουδέτερη διατύπωση της διάταξης υποδηλώνει ότι δεν στρέφεται αποκλειστικά κατά καταδικασμένων νεοναζί και αφήνει έδαφος σε επικίνδυνες και ανιστόρητες παρερμηνείες με την επίκληση της θεωρίας των δύο άκρων» σημειώνουν κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Παράλληλα υποστηρίζουν ότι πέραν αυτού όμως, η επίμαχη τροπολογία δεν προβλέπει τίποτα και ως προς τα αποδεικτικά μέσα με τα οποία ο Άρειος Πάγος θα κρίνει ότι ένα κόμμα δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. «Δίνει δηλαδή την εντύπωση πως έχει καταρτιστεί μάλλον για τη δημιουργία εντυπώσεων παρά για την πραγματική εφαρμογή της» συμπληρώνουν.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και την οποία παρουσιάζει το Βήμα, «με την προτεινόμενη διάταξη ρυθμίζεται ένα επιτακτικό όσο και ευαίσθητο ζήτημα της λειτουργίας του πολιτεύματος. Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι η ίδρυση πολιτικών κομμάτων είναι ελεύθερη, όμως η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Επίσης, υπογραμμίζεται ότι η συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης λειτουργίας πολιτικού κόμματος και προς το σκοπό προστασίας της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ωστόσο, ο εκλογικός νόμος μπορεί να θέσει υπό όρους τη συμμετοχή του σε εκλογές με την κατάρτιση συνδυασμού υποψηφίων.

«Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι δεν έχουν δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών πολιτικά κόμματα η οργάνωση και δράση των οποίων δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την έννοια του Συντάγματος και ως τέτοια ορίζονται είτε: α) κόμματα των οποίων οι καταστατικές διατάξεις ή ιδεολογικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία κατά την έννοια του αντιρατσιστικού νόμου (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 927/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2485/2014 [Α΄ 191] και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4417/2017 [Α΄ 152] σε προσαρμογή προς την απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου [L 328]), είτε β) κόμματα ο επικεφαλής ή μέλος οργάνου διοίκησης των οποίων έχει καταδικαστεί, ακόμα και πρωτοδίκως, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 (εγκληματική οργάνωση) και 187Α (τρομοκρατικές πράξεις, τρομοκρατική οργάνωση) του Ποινικού Κώδικα.

Η περίπτωση αυτή συντρέχει ακόμα και για απλό μέλος, εάν έχει τελέσει εγκλήματα του προηγούμενου εδαφίου με ναζιστικό ή ρατσιστικό κίνητρο, στο πλαίσιο δράσης κόμματος ή στο όνομά του. Για τα ίδια εγκλήματα έχει προβλεφθεί με το άρθρο 7Α του ν. 3023/2002 όπως προστέθηκε με το άρθρο 23 του ν. 4203/2013 (Α΄ 235) η αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων, διάταξη η οποία κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ (ΣτΕ 518/2015 Ολομ.)» αναφέρει η έκθεση.

Στα άλλα της σημεία η έκθεση αναφέρει:1. Για την αποτελεσματική εφαρμογή της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται η δυνατότητα πολιτικών κομμάτων, ενώσεων προσώπων ή άλλων οργανώσεων της κοινωνίας της πολιτών καθώς και κάθε εκλογέα να υποβάλλουν μέχρι την επομένη της λήξης της προθεσμίας υποβολής των συνδυασμών στο, αρμόδιο για την ανακήρυξη των συνδυασμών, Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης για τη συνδρομή περίπτωσης αποκλεισμού του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών για κάποια από τα κόμμα που έχουν υποβάλει συνδυασμούς.

2. Η προτεινόμενη ρύθμιση τίθεται με πλήρη σεβασμό στις συνταγματικές επιταγές. Αφενός, δεδομένου ότι δεν θεσπίζεται απαγόρευση πολιτικού κόμματος αλλά μόνο αναστολή του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών για όσο χρόνο συντρέχουν οι περιπτώσεις αποκλεισμού του δικαιώματος αυτού, ένα κόμμα θα μπορέσει να συμμετάσχει στις εκλογές εάν είτε εμπράκτως και αποδεδειγμένα απαλείψει κάθε καταστατική διάταξη ή ιδεολογική διακήρυξη και εγκαταλείψει και αποκηρύξει κάθε πολιτική δράση που εμπίπτει στον αντιρατσιστικό νόμο είτε αποπέμψει καταδικασθέν για τα προβλεπόμενα αδικήματα μέλος του ή, αυτονοήτως, εάν ανατραπεί η καταδίκη του.

Αφετέρου, και δεδομένου ότι κατά το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων μόνο ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης είναι επιτρεπτή, η στέρηση του δικαιώματος ορισμένου κόμματος να καταρτίσει συνδυασμούς λόγω συμμετοχής σε αυτό προσώπου που έχει καταδικαστεί για τα προβλεπόμενα αδικήματα δεν αποκλείει το δικαίωμα του συγκεκριμένου προσώπου, όσο η καταδίκη του δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, να συμμετέχει στις εκλογές ως μεμονωμένος υποψήφιος.