Στις 14 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 39 χρόνια από τότε που ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης εγκατέλειψε πάνω σε μια μισογραμμένη σελίδα την πέννα, με την οποία είχε ήδη γράψει 25 ολόκληρα βιβλία που τόσο αγαπήθηκαν από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Οι τελευταίες λέξεις που βρέθηκαν χαραγμένες στο χειρόγραφό του ήταν «ας γελάσω…». Ο Μ. Καραγάτσης, γνωστός σαν «γεννημένος πεζογράφος» και «παραμυθάς» της εποχής πέρασε στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας αφήνοντας ατέλειωτο το 10, ένα μυθιστόρημα που μιλούσε για τις περιπέτειες των ενοίκων μιας λαϊκής πολυκατοικίας του Πειραιά. Ο θάνατος πρόλαβε το συγγραφέα τη στιγμή της εκπλήρωσης της βαθιάς επιθυμίας του να εξευτελίσει το ίδιο το γεγονός του θανάτου σαρκάζοντάς το. Και επειδή η εκπλήρωση της επιθυμίας αποτελεί ένα τέρμα, ένα θάνατο, ο συγγραφέας φεύγοντας από τη ζωή δικαιώνει την ίδια την επιθυμία του που συνίσταται στο να αναστείλει μέσα από τις αφηγήσεις του την έλευση του θανάτου.


Μισό αιώνα μετά το φυσικό θάνατό του ο Καραγάτσης εξακολουθεί να κερδίζει την προτίμηση του αναγνωστικού κοινού, που δεν είναι ούτε έθνος ούτε γενιά ούτε κοινότητα, αλλά αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ομάδα θεατών που εύκολα αποστρέφει το βλέμμα της από ό,τι δεν την εκφράζει. Η προσήλωση του κοινού στις σελίδες του συγγραφέα που κατηγορήθηκε από την κριτική για προχειρότητα, έλλειψη πειθαρχίας στη γραφή και ατεχνία, που ερμηνεύτηκε από το γεγονός ότι σπάνια επέστρεφε στα χειρόγραφά του για να τα επεξεργαστεί, ήταν η καλύτερη απάντηση σε εκείνους που φθόνησαν το ταλέντο του: η φωνή του Καραγάτση αντηχεί ακόμη ανάμεσά μας διεκδικώντας την ηθική της αυθεντικότητας και τη μοναδικότητα της γνήσιας ατομικότητας.


Τα μυθιστορήματα του Καραγάτση στηρίχτηκαν στη σύγκρουση έρωτα και θανάτου. Ο έρωτας εκτός από τη λαχτάρα για ζωή εκφράζει αντίστοιχα στο έργο του και την επιθυμία να υποδουλωθεί ή έστω να αναχαιτιστεί ο θάνατος. Ολα ωστόσο προς το θάνατο κατευθύνονται και σε αυτόν αποβλέπουν, αφού όλα όπως και η επιθυμία έχουν ένα κάποιο τέλος. Η άφιξη του θανάτου είναι αναπόφευκτη αλλά παράλληλα και ακυρωτική της ίδιας του της υπόστασης: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου» θα πει ο Κωστής Ρούσσης (ένα από τα προσωπεία του συγγραφέα) στον Κίτρινο φάκελλο. Η φράση αυτή κοσμεί το μνημείο στο οποίο αναπαύεται ο συγγραφέας εδώ και περίπου 40 χρόνια στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Η ομορφιά, μήνυμα ζωής και επιθυμία που τροφοδοτεί τη λαχτάρα για έρωτα και διαιώνιση της ζωής, οικειώνεται τελικά την ίδια την ιδέα του τέλους που εκφράζεται στο έργο του Καραγάτση με τρόπο περίπου αισθησιακό. Οι μυθιστορηματικές μορφές πεθαίνοντας είναι εκθαμβωτικά ωραίες, τόσο όσο περίπου όταν ερωτεύονται.


Η Αγγέλα στον Μεγάλο ύπνο (βιβλίο που γράφτηκε μετά τον θάνατο της μητέρας του συγγραφέα) πεθαίνει ένα πρωί του Σεπτέμβρη με «την αξεπέραστη ομορφιά που μόνο σε κεφάλια κάποιων πεθαμένων συναπαντιέται». Την ίδια ομορφιά συναντάμε στη μικρή Αννούλα της Χίμαιρας που φεύγει νωρίς από ανόσια αμαρτήματα των οικείων της ή στον Συνταγματάρχη Λιάπκιν που οδεύει προς το θάνατο οικειοθελώς υποκύπτοντας στην παντοδυναμία των θεών της Ελλάδας που ήταν «πολύ μεγάλοι και πολύ απροσπέλαστοι για να τους νιώσει αυτός, ένας Ασιάτης». Είναι ο θάνατος όχι απλώς λύτρωση αλλά και αναγκαιότητα υποταγμένη όμως στην επιθυμία του συγγραφέα που κατευθύνει και ρυθμίζει την αφηγηματική εξέλιξη.


Η αφήγηση, όπως άλλωστε και η ζωή, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία και στην ικανοποίηση, ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος. Ο θάνατος με την εξουσιαστική του δύναμη, υποταγμένος στα συγγραφικά τεχνάσματα που επιβραδύνουν την άφιξή του, μεταμορφώνεται τελικά σε ομορφιά. Ο συγγραφέας θριαμβευτής σαρκάζει απολαμβάνοντας το έργο του και μοιράζεται με τον αναγνώστη την ικανοποίησή του.


Στα μυθιστορήματα του Καραγάτση υπολανθάνει η σύγκρουση ανάμεσα στην ατομική επιθυμία που αντιστέκεται στον οποιονδήποτε θάνατο και στην ιστορική ή φυσική νομοτέλεια. Η αντίσταση στο θάνατο συντελείται μέσα από τη μυθοπλασία που θεματοποιεί εξουθενώνοντας το θάνατο και μεταμορφώνοντάς τον σε ομορφιά. Η επιθυμία-έρωτας αντιστέκεται στην εξουσία-θάνατο όχι για να την καταλύσει αλλά για να τη μεταμορφώσει και να την αναδείξει σε πραγματικότητα, έστω και αν «η πραγματικότητα είναι μια από τις λίγες λέξεις που δε σημαίνουν τίποτε χωρίς εισαγωγικά».


Η αντίθεση έρωτα και θανάτου και η διαπλοκή τους, όπως σμιλεύεται στις αφηγηματικές συνθέσεις του Καραγάτση, ενεργοποιεί την καραγατσική αφήγηση και φέρνει τον συγγραφέα πολύ κοντά στη μεταμοντέρνα εποχή, όπου «οι μυθιστοριογράφοι μιμούνται τους θεωρητικούς και οι θεωρητικοί τους μυθοπλάστες». Ο Μ. Καραγάτσης όμως, αν και πολλοί φιλοδόξησαν να τον μιμηθούν, παραμένει στα νεοελληνικά γράμματα μοναδικό φαινόμενο μυθοπλαστικής φαντασίας.


Η κυρία Νένα Ι. Κοκκινάκη είναι συγγραφέας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.